Της Μαρίνας Οικονομίδου
Κάποιοι θα το χαρακτήριζαν πολιτική μικρόνοια, άλλοι παραχάραξη της ιστορίας, όταν άκουγαν τον πρόεδρο του ΔΗΚΟ Νικόλα Παπαδόπουλο να δηλώνει εμφαντικά πως η ιστορία του ΔΗΚΟ είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση της χώρας. Όχι για τη δήλωση ως έχει, αλλά κυρίως για την εξήγηση που συνόδευσε την «άρρηκτη» αυτή σύνδεση. Θυμήθηκε τον Μακάριο για παράδειγμα, που το 1972 υπέγραφε τη συμφωνία σύνδεσης Κύπρου-ΕΟΚ, τον Σπύρο Κυπριανού το 1987 με την υπογραφή του για την Τελωνειακή Ένωση και φυσικά τον Τάσσο Παπαδόπουλο, όταν υπέγραφε τη συνθήκη προσχώρησης της Κύπρου στην Ε.Ε.
Μικρόνοια, γιατί δεν υπήρξε καμία πρόθεση αναφοράς σε οραματιστές της ένταξης της Κύπρου στην Ε.Ε. όπως ήταν για παράδειγμα ο Θεόδωρος Πάγκαλος και ο Γιάννος Κρανιδιώτης. Όμως και παραχάραξη της ιστορίας, γιατί ενώ μια χαρά θυμόταν πως ο Τάσσος Παπαδόπουλος έβαλε την υπογραφή του στη Συνθήκη, ευκόλως παρέλειπε τι εκτυλίχθηκε από το 1988 μέχρι και το 2003. Ότι ήταν ο Γιώργος Βασιλείου και ο Γλαύκος Κληρίδης που εργάστηκαν μεθοδευμένα, συστηματικά και καταλυτικά για να βρισκόμαστε σήμερα εντός της Ε.Ε.
Εξαιτίας και της περιόδου που βολικά αγνόησε ο κ. Παπαδόπουλος, η Κυπριακή Δημοκρατία έπεισε την Ε.Ε. πως ξέρει τι ζητάει, έχει συγκεκριμένο όραμα για το πώς θα μετεξελιχθεί η χώρα εντός της Ε.Ε. Έπεισε και πως εργάζεται έντιμα για τη λύση του Κυπριακού. Το επιβεβαίωσε πρόσφατα και ο τότε αρμόδιος επίτροπος για τη διεύρυνση Γκίντερ Φερχόιγκεν στην «Κ» ότι η ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. κερδήθηκε αφότου η Κυπριακή Δημοκρατία είχε καταφέρει προηγουμένως να πείσει στην Κοπεγχάγη πως, σε αντίθεση με την τουρκική πλευρά, είναι εποικοδομητική και σίγουρα όχι το πρόβλημα στη λύση.
Η πολιτική σφραγίδα του Τάσσου Παπαδόπουλου θα μπορούσε ωστόσο να μην περιοριστεί στο διαδικαστικό κομμάτι της υπογραφής στη Στοά του Αττάλου. Θα μπορούσε να είναι ο λόγος για τον οποίο το ΔΗΚΟ πραγματικά να υπερηφανεύεται χωρίς να εκτίθεται σήμερα με παραπλανητικές αναφορές. Αν μαζί με αυτή την υπογραφή ακολουθούσε και η κύρια δέσμευσή του προς τις Βρυξέλλες: Ότι η ένταξη στην Ε.Ε. δεν ήταν αυτοσκοπός αλλά ο καταλύτης για τη σωστή, όπως έλεγε, λύση του Κυπριακού.
Μόνο που με την εμφάνιση του Σχεδίου Ανάν δεν περιορίστηκε στο να εκφράσει τη διαφωνία του. Συνέβαλε στη διαίρεση της κοινωνίας και έπεισε την πλειοψηφία των Ε/κ να περιμένει καθώς με την ένταξή μας στην Ε.Ε., λίγες μέρες αργότερα, θα βρισκόμαστε σε θέση ισχύος. Σε τέτοια θέση ισχύος που τα υπόλοιπα κράτη-μέλη θα παραμέριζαν για παράδειγμα τα συμφέροντά τους με την Τουρκία για να στηρίξουν τα δίκαια των Ε/κ. Και όταν το σχέδιο το απέρριψε «συντριπτικά ο λαός μας σε δημοψήφισμα, υπερασπιζόμενος το δίκαιο, την αξιοπρέπεια και την ιστορία του», είναι ο Τάσσος Παπαδόπουλος που φρόντισε, διά της απραξίας του, να σφραγίσει ένα μη βιώσιμο στάτους κβο.
Η Κυπριακή Δημοκρατία είχε αμέτρητα οφέλη από την ένταξή της στην Ε.Ε., όμως θα μπορούσε να αποτελεί χώρα πρότυπο, αν τα πρόσωπα που ηγήθηκαν στη συνέχεια δεν ξεχείλωναν το σύνθημα «ευρωπαϊκή λύση» για να συντηρήσουν ένα μη βιώσιμο στάτους κβο. Αν δεν επικρατούσε ο μεγαλοϊδεατισμός ότι με την ένταξή της η Κύπρος στην Ε.Ε. θα γίνει πανίσχυρη. Και κυρίως αν δεν επικρατούσαν οι προσωπικές ατζέντες. Η Κύπρος θα μπορούσε να είναι το κράτος-μέλος της Ε.Ε. πυλώνας ασφάλειας σε μια περιοχή που φλέγεται και ενεργειακός κόμβος στην Ανατολική Μεσόγειο. Θα μπορούσε να ανεβάσει το οικονομικό της επίπεδο μέσω της λύσης και να προχωρήσει σε βαθιές μεταρρυθμίσεις, εκσυγχρονισμό και κυρίως να διασφαλίσει τη δημοκρατικότητά της και τη διαφάνεια.
Είκοσι χρόνια μετά την ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε., είμαστε όλοι θεατές μιας τραγικής πορείας στο Κυπριακό. Οι πρόσφυγες δεν επέστρεψαν στα σπίτια τους, όπως διαβεβαίωναν ηγέτες και πολιτικά πρόσωπα. Οι Τ/κ δεν κατέρρευσαν οικονομικά όπως κάποιοι ήλπιζαν με την απόρριψη του Σχεδίου Ανάν. Το κατεχόμενο μέρος ελέγχεται πλήρως από την Τουρκία, η οικονομία τους αναπτύσσεται ραγδαία με επενδύσεις στο Τρίκωμο, και το Βαρώσι αλλάζει συνεχώς. Όσο για την Κυπριακή Δημοκρατία, αυτή περιορίζεται σε συνθήματα λύσης σωστού περιεχομένου, σε επικοινωνιακά τεχνάσματα για να αποφύγει την επίρριψη ευθυνών, την ίδια στιγμή που παλεύει με τα σκάνδαλα διαφθοράς ως απόρροια της δεκαετίας Νίκου Αναστασιάδη και με τους θεσμούς που εξυπηρετώντας την προσωπική τους ατζέντα ολοένα και απαξιώνονται από την κοινωνία. Αποφεύγοντας να κάνουν αυτό για το οποίο κληθήκαν: να ελέγξουν την εξουσία.