Της Μαρίνας Οικονομίδου
Όταν την περασμένη βδομάδα το Δημοκρατικό Κόμμα αποφάσιζε να βγάλει ξαφνικά από το χρονοντούλαπο της ιστορίας τον Μακάριο και να τον τοποθετήσει σε ανάρτησή του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, η κίνηση αυτή προκάλεσε αναπόφευκτα σωρεία ερωτημάτων. Ήταν μία απονενοημένη προσπάθεια του κόμματος να συσπειρωθεί μπροστά στον κίνδυνο επέλασης του ΕΛΑΜ, κακόγουστη φάρσα, ή μία επικοινωνιακή σκέψη που βγήκε ακόμη μία φορά εκτός τροχιάς; Η απάντηση του κόμματος αμέσως μετά τις αντιδράσεις ότι «όταν άλλοι χλευάζουν την ιστορία της Κύπρου και του κυπριακού ελληνισμού εμείς την υπερασπιζόμαστε» ήταν η απόδειξη πως όλο αυτό ήταν και καλά οργανωμένο και πολύ στοχευμένο. Το προβληματικό ωστόσο γύρω από την στοχευμένη κίνηση του ΔΗΚΟ δεν ήταν μόνο η γραφικότητα που συνόδευε την όλη ανάρτηση. Το περιβόητο πλέον «γνώριμη είναι η φωνή που ακούεις» που συνόδευε τη φωτογραφία του και η άγαρμπη προσπάθεια οικειοποίησης του Μακαρίου ως μέρος της ιστορίας του κόμματος. Το ανησυχητικό ήταν ότι από αυτή ακριβώς την κίνηση επαληθεύθηκε ο επιδερμικός τρόπος με τον οποίο, ένα κόμμα που μετρά 48 χρόνια ζωής αντιλαμβάνεται την πολιτική. Και βεβαίως οι όροι με τους οποίους επέλεξε να παίξει σε μία από τις κρισιμότερες μάχες του. Τη στιγμή δηλαδή που το πολιτικό σκηνικό απειλείται από τη δυναμική του ΕΛΑΜ και την ώρα που το ίδιο το κόμμα κινδυνεύει να μετατοπιστεί στον εκλογικό χάρτη.
Σε αυτή την κρίσιμη στιγμή, το ΔΗΚΟ θεώρησε λογικό να εξάρει την πολιτική διορατικότητα του Μακαρίου και να υμνήσει τη δημοκρατικότητά του. Πενήντα χρόνια μετά το πραξικόπημα και την εισβολή όμως, θα ανέμενε κάποιος πως τα κόμματα και τα νέα πολιτικά πρόσωπα που τα στελεχώνουν θα ήταν σε θέση, όχι απλώς να απογαλακτιστούν από ιστορικούς ηγέτες, να αποστασιοποιηθούν συναισθηματικά, και να ασκήσουν κριτική για τους λανθασμένους χειρισμούς που μας έφεραν ένα βήμα πριν από τη διχοτόμηση. Για πολιτικές τους αποφάσεις που στόχο είχαν την προσωπική τους επικράτηση αντί του κοινού καλού και που στο τέλος έκαναν ζημιά στον τόπο. Πόσω μάλλον να υμνούν τη δημοκρατικότητα ενός πολιτικού ηγέτη που φέρει ευθύνη για τη διαίρεση και για τη φίμωση στην αντίθετη άποψη. Μία παρελθοντολογία με μία και μόνο σκοπιμότητα: Να συσπειρώσει τη μακαριακή-αντιστασιακή ψήφο, για να κερδίσει πρόσκαιρα πολιτικούς πόντους.
Αυτούς τους πρόσκαιρους πολιτικούς πόντους θεώρησε το ΔΗΚΟ πως θα κερδίσει με την αναμόχλευση του παρελθόντος. Με την επαναφορά του Σπύρου Κυπριανού αλλά και του Τάσσου Παπαδόπουλου στο προσκήνιο. Μόνο που αυτή η παρελθοντολογία κατέδειξε και τη μεγάλη πολιτική του γύμνια. Γιατί όταν ένα κόμμα θεωρεί μία από τις πιο ιστορικές του στιγμές την άρνηση του Σχεδίου Ανάν, όταν περηφανεύεται για το περιβόητο «όχι» τη στιγμή που το στάτους κβο δημιουργεί νέα τετελεσμένα και η διχοτόμηση βρίσκεται προ των πυλών, είναι σαν να παραδέχεται πως ευνοεί τη διατήρηση του στάτους κβο.
Η επίκληση στην ιστορία του τόπου και του κόμματος δεν είναι προβληματική. Γίνεται προβληματική, ωστόσο, όταν απουσιάζει το μήνυμα, όταν η πολιτική εκμετάλλευση της ιστορίας είναι εμφανής. Είναι μία παραδοχή ότι το κόμμα, μαζί με τους ψηφοφόρους του γερνούν, χωρίς να υπάρχει πρόθεση ανανέωσης. Γιατί κανένας εκπρόσωπος της νέας γενιάς δεν οδηγείται στην κάλπη με την παρελθοντολογία, τη στασιμότητα, την άρνηση, τη συντήρηση μύθων και κυρίως με την παραχάραξη της ιστορίας.
Το ΔΗΚΟ έχει πλέον να διαχειριστεί την πολιτική του ένδεια. Γιατί όταν ένα κόμμα επιλέγει να προβάλει το παρελθόν αντί το μέλλον, σημαίνει πως δεν έχει πολιτικό αφήγημα που να εξηγεί τον λόγο ύπαρξής του, είναι ένα κόμμα από το οποίο απουσιάζει το όραμα. Ακριβώς γι’ αυτή την απουσία οράματος και πολιτικού αφηγήματος, το ΔΗΚΟ θα πρέπει να εξηγήσει την επομένη των εκλογών, για ποιο λόγο υπάρχει στο κομματικό σκηνικό. Γιατί με τις τελευταίες του κινήσεις έστειλε το μήνυμα πως έχει μείνει εκτός εποχής. Και ένα κόμμα που βρίσκεται εκτός εποχής δεν έχει μέλλον, και σίγουρα δεν είναι ωφέλιμο για τον τόπο.