Της Μαρίνας Οικονομίδου
Η πολιτική δεν είναι μία μάχη απολυτότητας, δεν είναι η ισοπέδωση των υποψηφίων ούτε το μανιχαϊστικό δίλημμα του καλού που αντιπαλεύει το κακό. Στην πολιτική είναι απαραίτητες οι συνεργασίες ενίοτε και οι συμβιβασμοί. Νοουμένου ότι αυτές βοηθούν το κοινό καλό και δεν ενισχύουν απλώς τον τυχοδιωκτισμό.
Το θυμήθηκα, όταν την περασμένη Τρίτη ο Ανδρέας Μαυρογιάννης παρουσίαζε ως κύρια υποστηρίκτριά του την Άννα Θεολόγου. Την Άννα Θεολόγου που από την Αλληλεγγύη μετακινήθηκε μέσα σε λίγο διάστημα στην επίσης αντιδιζωνική Συμμαχία Πολιτών από την οποία αποχώρησε, όταν άρχισε να φυλλοροεί και επιχείρησε να συνεργαστεί με τους Κυνηγούς, με τους οποίους τα τσούγκρισε για την κομματική χορηγία. Την Άννα Θεολόγου, που κύριο ζήτημά της μετά και τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία ήταν γιατί δεν διασφαλίσαμε τα δικά μας συμφέροντα με τη Ρωσία, παραγνωρίζοντας προφανώς ότι ένα σοβαρό κράτος θα πρέπει πρώτα απ’ όλα να έχει θέσεις αρχής.
Το ΑΚΕΛ, που θερίζει σήμερα ό,τι έσπειρε με την Ειρήνη Χαραλαμπίδου, όφειλε να έχει καλύτερα αντανακλαστικά στο τι σημαίνει αυτή η σύμπραξη. Γιατί μια νέα κυπροποιημένη Πέιλιν, είναι το τελευταίο που χρειάζεται ο τόπος.
Το ύφος και οι θέσεις της κυρίας Θεολόγου τι σχέση έχουν με την κατά τα άλλα προοδευτική πρόταση του Ανδρέα Μαυρογιάννη; Η επιλογή της σε συνδυασμό με τις σοβαρές γκάφες του στην οικονομία κατά το τελευταίο debate, όχι μόνο δεν βοήθησαν να φύγουν οι όποιες σκιές ανεπάρκειας στο να κυβερνήσει, αλλά τις ενίσχυσαν. Η πολιτική δεν είναι λοιπόν οι καιροσκοπικές συμπράξεις. Και σε αυτό ακριβώς το περιβάλλον προσπαθούμε να καταλάβουμε κατά πόσο οι τέσσερις ανεξάρτητοι υποψήφιοι έχουν όντως κοινές θέσεις ή αν όλο αυτό το σκηνικό μιας κοινής υποψηφιότητας, γίνεται χάριν σκοπιμοτήτων και επικοινωνιακών τεχνασμάτων.
Η πολιτική είναι να δίνεις λύση και όχι να ενισχύεις την οργή για να γαντζωθείς στην εξουσία. Και από τις σειρήνες του λαϊκισμού που ενισχύουν την οργή δεν ξέφυγε ούτε ο Αβέρωφ Νεοφύτου που κατά τα άλλα έκτισε το πολιτικό αφήγημα πως ο ίδιος είναι για τα δύσκολα, όταν οι άλλοι κρύβονται. Οι τελευταίες κινήσεις του τείνουν να κάψουν το χαρτί της ικανότητάς του να κυβερνήσει. Όχι μόνο γιατί κρύφτηκε στις κρισιμότερες στιγμές του Κυπριακού. Ούτε για την σιωπή του, όταν το σκάνδαλο των χρυσών διαβατηρίων μας εξέθετε. Κυρίως για τις ανησυχητικές προτάσεις που καταθέτει με ευκολία πλέον. Από τον αντιπρόεδρο που έγινε αναπληρωτής πρόεδρος και αποσύρθηκε ατάκτως μπροστά στις επικίνδυνες προεκτάσεις, στον φράχτη που αποτελεί ίσως μία από τις πιο θλιβερές παρενθέσεις της παράταξής του, μέχρι και τη βεβαιότητά του ότι θα λύσει το μεταναστευτικό μέχρι το 2025. Όλα αυτά τα χρόνια δεν κυβερνούσε ο ίδιος; Γιατί δεν απέτρεψε λοιπόν την κακοδιαχείριση στο μεταναστευτικό από τους δύο αρμόδιους υπουργούς του;
Ο λαϊκισμός δυστυχώς είναι ίσως η μεγαλύτερη απειλή μας αυτή τη στιγμή. Όταν δηλαδή κάποιοι ηθικά μονοπωλούν την εκπροσώπηση του «αληθινού λαού» όπως ο Νίκος Χριστοδουλίδης τότε θα πρέπει να το κάνουν και πράξη. Είχε όλο τον χρόνο να αποδείξει πως δεν είναι ένα ωραίο περιτύλιγμα. Πως έχει συγκεκριμένες θέσεις στην οικονομία, την κοινωνία και το Κυπριακό. Να αποδείξει πως ως ο εκπρόσωπος του νέου στην πολιτική, είναι έτοιμος να πάρει την Κύπρο μπροστά. Κατάλαβε όμως αλήθεια κανείς ποια είναι η μεγάλη τομή που ετοιμάζει ο Νίκος Χριστοδουλίδης μετά τις τελευταίες αοριστολογίες; Ποιο είναι τελικά το όραμά του για τη νέα Κύπρο ή δεν θα τολμήσει να παρουσιάσει ξεκάθαρες προτάσεις για να μην ενοχλήσει το μωσαϊκό θέσεων που βρίσκεται δίπλα του; Και αν για να παρουσιάσει σοβαρές θέσεις χρειάζεται περισσότερο χρόνο, ας απαντήσει τώρα σε όλα όσα πλήττουν ανεπανόρθωτα την εικόνα του ηθικού στην πολιτική. Εμείς αναμέναμε μία ειλικρινή συγγνώμη απέναντι σε όσους προσέβαλε. Το να αφήνει να νοηθεί πως και ο ίδιος έχει πολλά να αποκαλύψει, βρωμάει ναφθαλίνη.
Θα πει κάποιος, με όλα αυτά δεν οδηγούμαστε στην πλήρη ισοπέδωση; Σε έναν καταγγελτικό λόγο που απομακρύνει τους πολίτες από την κάλπη; Αντίθετα, στόχος μας είναι η μαζική συμμετοχή στην κάλπη. Για να γίνει όμως αυτό χρειάζεται η βελτίωση του πολιτικού λόγου, η προσεκτική επιλογή του πολιτικού προσωπικού και η απαίτηση σοβαρών προτάσεων. Η μετριότητα μας έχει κουράσει και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο χρειαζόμαστε ένα restart από όλους τους υποψηφίους. Γιατί αν συνεχίσουν με τον τρόπο που πολιτεύονται θα επιβεβαιωθεί πως βρισκόμαστε στο λίκνο του λαϊκισμού μας. Στο λίκνο του λαϊκισμού στην κρισιμότερη για την εθνική μας επιβίωση, συγκυρία.