Του Γιάννη Ιωάννου
H σπουδή της Λευκωσίας για εμπλοκή της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην διαδικασία του Κυπριακού, προκειμένου να αρθεί το αδιέξοδο, μπορεί να ακούγονταν εύηχα προεκλογικά και στη συνέχεια ως μια ένδειξη κινητικότητας στο Κυπριακό -με αποδέκτες σε εξωτερικό και εσωτερικό- στην ουσία όμως γεννά το ερώτημα του αν, όντως, πετύχαμε κάτι. Η αρχική πρόθεση εξάλλου αφορούσε στον διορισμό πολιτικής προσωπικότητας, από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, που στα πλαίσια του ΟΗΕ θα συνέβαλε στην άρση του αδιεξόδου. Στη πορεία κάτι τέτοιο περιορίζεται στο να προβεί το ΕΣ, διερευνητικά, σε όρους εντολής προς την επικεφαλής της Επιτροπής. Και προκειμένου να ολοκληρωθεί, κοινώς να συμβεί, εμπεριέχει κι άλλες προϋποθέσεις.
Το ίδιο ισχύει και για το λεκτικό των συμπερασμάτων της Συνόδου Κορυφής. Ενώ η πλευρά μας επιδίωξε εξαρχής ρητή αναφορά στον διορισμό του προσώπου, εκ μέρους της ΕΕ, που θα συμβάλλει στην διαδικασία το τελευταίο προσχέδιο δεν περιλαμβάνει κάτι τέτοιο περιοριζόμενο, στην θετική μεν, αλλά γενικόλογη αναφορά στην στήριξη της ΕΕ στη διαδικασία επανεκκίνησης του Κυπριακού. Κάτι που ισχύει για την ΕΕ από το… 1999. Πριν η Κύπρος γίνει πλήρες και ισότιμο μέλος της ευρωπαϊκής οικογένειας.
Η όλη προσπάθεια εμπλοκής της ΕΕ στη διαδικασία άρσης του αδιεξόδου στο Κυπριακό, σωστή επί της αρχής, αναδεικνύει διαχρονικά προβλήματα στον τρόπο με τον οποίο η Κυπριακή Δημοκρατία επιχειρεί να εμπλακεί σε πολυμερείς διαπραγματεύσεις σε έναν οργανισμό που από την μία διατηρεί μια εξόχως προβληματική ευρωτουρκική σχέση σε επίπεδο τόσο ενταξιακών διαπραγματεύσεων όσο και πολιτικής πρακτικής κι, αφετέρου, προσλαμβάνει το Κυπριακό ως ένα πρόβλημα που ναι μεν την αφορά αλλά και που την προβληματίζει ως προς το ιστορικό των διαπραγματεύσεων μετά το 2004. Το κυριότερο πρόβλημα εντοπίζεται στο πως η Λευκωσία όχι μόνο υψώνει τον πήχη για να περνά, συχνά, από κάτω αλλά και που θεωρεί πως η ΕΕ θα επιλύσει το πρόβλημα επανέναρξης του διαλόγου -σε απουσία μιας εξαετίας- ενώ δεν δείχνει -σε άλλα επίπεδα- τις προθέσεις της για ειλικρινή διάλογο. Ακόμη κι αν αυτό είναι μια πρόσληψη σε επίπεδο decision makers κάπου στην Ευρώπη ή στις Βρυξέλλες και δεν συνδέεται, per se, με την διαχρονική ανειλικρίνεια Ελληνοκυπρίων (και Τουρκοκυπρίων) στο Κυπριακό, χρήζει προσπάθειας για αλλαγή. Για αντιστροφή αυτής της ιδέας. Η οποία δεν επιτυγχάνεται. Ακόμη κι αν ο Ερντογάν συναινέσει να υπάρξει διάλογος στο Κυπριακό, μετά από διορισμό Ειδικού Αντιπροσώπου από τα ΗΕ, ακόμη κι αν η ΕΕ διορίσει την Μέρκελ ή τον Ντράγκι ή την Μογκερίνι ή τον Σχοινά ως Ευρωπαίο διαμεσολαβητή τι ακριβώς θα συζητήσουν έξι χρόνια μετά το Κρανς Μοντανά Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι -δεδομένου ότι οι μεν «θέλουν να συνεχίσουμε από εκεί που μείναμε στο Κρανς Μοντανά» (κι όχι ακριβώς συμφωνώντας 100% με το Πλαίσιο Γκουτέρες, στο οποίο προεκλογικά ο Πρόεδρος Χριστοδουλίδης ανέφερε πως χρήζει βελτίωσης) και οι δε αποζητούν κυριαρχική ισότητα.
Πετύχαμε όντως κάτι; Πολύ φοβάμαι πως όχι πέραν του να κερδίσουμε χρόνο και να διεκδικήσουμε, ίσως αργότερα, κάποιο blame-game έναντι της Τουρκίας στην αποτυχία επανέναρξης του διαλόγου στο Κυπριακό. Πολύ φοβούμαι πως κι εκείνο μπορεί να μην το κερδίσουμε, αυτή τη φορά σε διεθνές επίπεδο.
Twitter: @JohnPikpas