Του Γιάννη Ιωάννου
Όταν τον περασμένο Μάρτιο, ως είθισται, ο νεοεκλεγείς πρόεδρος Χριστοδουλίδης επισκέπτονταν την Αθήνα με τη νέα του ιδιότητα τον Έλληνα πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη, η είδηση για τη σύσταση «ανώτατου οργάνου θεσμικού συντονισμού Ελλάδας – Κυπριακής Δημοκρατίας» έκανε μεγάλους τίτλους, τουλάχιστον ειδησεογραφικά. Τέσσερις μήνες μετά, δεν ξανακούστηκε κάτι για το εν λόγω όργανο, η χρήση του οποίου δεν θα αντικαθιστούσε τον υφιστάμενο έτσι κι αλλιώς συντονισμό –σε υψηλό επίπεδο ή αρμοδίως σε επίπεδο υπουργείων– Αθήνας και Λευκωσίας. Η πρόσφατη επανεκλογή Μητσοτάκη, με εμφατικό μάλιστα ποσοστό για τη Νέα Δημοκρατία, καθώς και η ανακοίνωση ενός υπουργικού με «κεντρώες» επιλογές για τα χαρτοφυλάκια των υπουργείων Εξωτερικών και Άμυνας αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον όχι μόνο για το πώς θα αλληλεπιδράσει με τη Λευκωσία αλλά και πώς θα κινηθεί σε σχέση με το Κυπριακό, με την πρώτη εντύπωση που εξάγεται να είναι αυτή της τήρησης μιας στάσης αναμονής σε σχέση με την επιδίωξη της Λευκωσίας να επανεκκινήσει ο διάλογος στο Κυπριακό, με τη δύσκολη, μάλιστα, διπλωματική άσκηση εμπλοκής της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Οι βασικές τάσεις
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η Αθήνα τόσο ως εγγυήτρια δύναμη στη Κύπρο, ως χώρα-εταίρος εντός της Ε.Ε. όσο και σε ηθικό-συμβολικό επίπεδο παραμένει ο βασικός υποστηρικτής της Κύπρου σε πολλαπλά επίπεδα. Ωστόσο, οι τάσεις που θα πρέπει να αναμένει κανείς στη λειτουργική σχέση, διπλωματικά, Αθήνας – Λευκωσίας, σε σχέση με όλο το πλέγμα εξελίξεων στην Ανατολική Μεσόγειο, αναπόσπαστο μέρος των οποίων είναι τα ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό, υπαγορεύονται από συγκεκριμένες ρεαλιστικές επιλογές:
• H Αθήνα θα φιλοδοξήσει να διατηρήσει το μομέντουμ της ηρεμίας στην Ανατολική Μεσόγειο και δη στο κομμάτι των ελληνοτουρκικών εντάσεων έτσι ώστε, σταδιακά, να δει αν υπάρχει προοπτική διαλόγου μεσοπρόθεσμα για το ζήτημα των θαλασσίων ζωνών με την Τουρκία. Η τάση αυτή, που ενισχύεται από τον αμερικανικό παράγοντα στη περιοχή υπό το βάρος του συνεχιζόμενου πολέμου στην Ουκρανία, αποτελεί στη παρούσα φάση την κορυφαία προτεραιότητα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.
• Η Ελλάδα μπορεί να διατηρεί το Κυπριακό ως θέσφατο εξωτερικής πολιτικής ωστόσο, όπως διαφάνηκε έντονα το 2016-2017, διπλωματικά ενδιαφέρεται για την κορύφωσή του και δη για την πτυχή της Ασφάλειας και των Εγγυήσεων που την αφορά άμεσα, συνεπώς οποιαδήποτε εμπλοκή της περιορίζεται σε αυτό και μόνο το επίπεδο και
• Η κυβέρνηση Μητσοτάκη δείχνει να κινείται με μια στάση αναμονής σε σχέση με το πώς θα κινηθεί η όλη προσέγγιση της Λευκωσίας για εμπλοκή της Ε.Ε. σε μια άσκηση που αφορά, όπως διαφάνηκε και από τη Σύνοδο της Πέμπτης, πλέον και τις ευρωτουρκικές σχέσεις.
Πάντως, καλά ενημερωμένες πηγές που μίλησαν στην «Κ», θεωρούν πως η υπουργοποίηση Γεραπετρίτη, ενός τεχνοκράτη που τα τελευταία χρόνια διατηρεί σχέση εμπιστοσύνης με τον Μητσοτάκη αντίστοιχη του «Καλίν-Ερντογάν» σε θέματα διεθνούς και περιφερειακού ενδιαφέροντος, αντικατοπτρίζει τη διαμερισματοποίηση των μεγάλων προκλήσεων της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, η οποία το επόμενο διάστημα θα κλείσει εκκρεμότητες (π.χ. με Αλβανία) πριν δώσει έμφαση στα ελληνοτουρκικά, τα οποία εξαρτώνται και από τη στάση Ερντογάν και το Κυπριακό. Η πλαισίωσή του από την πρέσβειρα Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου, μια έμπειρη διπλωμάτη που έρχεται από τις ΗΠΑ και ήταν παρούσα στους τελευταίους γύρους διερευνητικών Ελλάδας – Τουρκίας θεωρείται πως θα προσδώσει το απαραίτητο βάθος. Η Ελλάδα ωστόσο δεν δείχνει να ασπάζεται πλέον τη ρήση πως απαραίτητη προϋπόθεση για την ομαλοποίηση των σχέσεων με την Τουρκία αποτελεί η επίλυση του Κυπριακού, μιας και τα τελευταία χρόνια προχώρησε με τρεις γύρους διερευνητικών συνομιλιών και αποκλιμακώσεις με την Τουρκία παρά την εμφανή απουσία συνομιλιών στο Κυπριακό.
ΝΑΤΟ και Δένδιας
Ο Κυριακός Μητσοτάκης θα συναντηθεί με τον Ταγίπ Ερντογάν στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ, στις 11 Ιουλίου στο Βίλνιους της Λιθουανίας όπου, εκτός απροόπτου, και το Κυπριακό θα τεθεί στη συζήτηση των δύο ανδρών αφού νωρίτερα, όπως διαφαίνεται, ο Έλληνας πρωθυπουργός θα επισκεφθεί κι επίσημα την Λευκωσία. Εξάλλου ο ίδιος ο πρόεδρος Χριστοδουλίδης έχει αξιολογήσει τη Σύνοδο στο ΝΑΤΟ ως κομβικής σημασίας ορόσημο για την προσπάθεια επανεκκίνησης του Κυπριακού και η εντύπωση που καταγράφεται εδώ είναι πως η Αθήνα θα θέσει στον Ερντογάν και το ζήτημα της επανέναρξης των συνομιλιών. Στο κομμάτι του συντονισμού Ελλάδας – Κύπρου σε θέματα άμυνας, ο ρόλος Δένδια αξιολογείται ως θετικός, χωρίς ωστόσο να υπάρχει, σε επίπεδο δημόσιας διπλωματίας και ρητορικής, κάποια σαφής ένδειξη αναβίωσης του Δόγματος Ενιαίου Αμυντικού Χώρου (ΕΑΧ) –που ήταν μέσα στο προεκλογικό πρόγραμμα της υποψηφιότητας Χριστοδουλίδη. Δεδομένου ωστόσο ότι η Λευκωσία έχει δεσμευτεί για «απορωσοποίηση» των οπλικών συστημάτων της Εθνικής Φρουράς και η Ελλάδα διέρχεται μία περίοδο πολλών εξοπλιστικών προγραμμάτων, ο στενός συντονισμός σε αυτό το επίπεδο θεωρείται στρατηγικής σημασίας από αρκετούς κύκλους σε Αθήνα και Λευκωσία.
Και το θέμα της χημείας
Έμπειροι παρατηρητές σε Αθήνα και Λευκωσία θεωρούν πως η προσωπική σχέση Μητσοτάκη - Χριστοδουλίδη, η οποία χαρακτηρίζεται ως ιδιαιτέρως καλή, δεν αποτελεί κριτήριο που θα κρίνει τη λειτουργικότητα Ελλάδας – Κύπρου σε κρίσιμα ζητήματα παρά τις επιμέρους διαφοροποιήσεις που μπορεί να υφίστανται σε προσεγγίσεις για την περιοχή. Καλή σχέση διατηρεί ο πρόεδρος Χριστοδουλίδης και με τον κ. Δένδια λόγω των θητειών τους στα δύο υπουργεία Εξωτερικών, ενώ η προσέγγιση της Νέας Δημοκρατίας εντός του EPP μετά την παραδοξότητα των κυπριακών προεδρικών δεν έχει επηρεάσει επιμέρους τις σχέσεις –τουλάχιστον προς το παρόν. Ωστόσο, και καθώς τα πράγματα θα κινούνται διπλωματικά στην Ανατολική Μεσόγειο, ορισμένες στρατηγικές διαφοροποιήσεις ενδέχεται να διαφανούν δεδομένου ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη, όπως αναφέρουν στην «Κ» πηγές με γνώση, κινείται «λιγότερο δεξιά» από την κυβέρνηση Χριστοδουλίδη δεδομένου ότι την τελευταία στηρίζουν και πολιτικές δυνάμεις που αντιτίθεται –σε επίπεδο αρχών– στην επίλυση του Κυπριακού στη βάση της ΔΔΟ.