Του Γιάννη Ιωάννου
Η είδηση της αγοράς τριών ξενοδοχείων ιδιοκτησίας Ελληνοκύπριων στο Βαρώσι σε Τουρκοκύπριο επιχειρηματία συνοψίζει την υποκρισία μας, διαχρονικά στο Κυπριακό, στο ζήτημα των εκτοπισμένων και ως προς την πτυχή του περιουσιακού -στο κομμάτι των διαπραγματεύσεων του Κυπριακού. Ειδησεογραφικά η πρώτη προσέγγιση σε ένα τουρκοκυπριακό δημοσίευμα, που απλά έδειχνε ένα ιδιωτικό συμφωνητικό με την σφραγίδα ενός μουχτάρη και έκανε και λίγη σπέκουλα, αφορούσε στην αντίδραση ως προς την διάσταση του «η ΚΔ δεν έχει καμία εμπλοκή».
Η ελληνοκυπριακή κοινότητα απέτυχε, συλλογικά, μετά το 1974 να καταλήξει σε μια κοινώς αποδεκτή φόρμουλα για το πως πρέπει να διαχειριστεί το κεφάλαιο του περιουσιακού
Το να πουλάει όμως ένας Ελληνοκύπριος την περιουσία του, και δη στο Βαρώσι που δεν τελεί υπό στρατιωτική κατοχή, μέσω της επιτροπής ακινήτων στα Κατεχόμενα αποτέλεσε κι αποτελεί ένα ταμπού που αμέσως μεταφέρει το debate της πόλωσης εντός της ελληνοκυπριακής κοινότητας και δη μεταξύ των εκτοπισμένων -ισοδυναμώντας, για πολλές δεκαετίες, με την απόλυτη, την έσχατη προδοσία τόσο για το Κράτος -με το «Κ» κεφαλαίο, όσο και για μια μερίδα της κοινωνίας.
Η ελληνοκυπριακή κοινότητα απέτυχε, συλλογικά, μετά το 1974 να καταλήξει σε μια κοινώς αποδεκτή φόρμουλα για το πως πρέπει να διαχειριστεί το κεφάλαιο του περιουσιακού. Από το «όλοι οι πρόσφυγες στα σπίτια τους» μέχρι την ασυνείδητη, αρχιτεκτονικά, ανέγερση των συνοικισμών προκειμένου να στεγαστεί ο κόσμος από τα αντίσκηνα στην λογική του «σε δύο χρόνια θα γυρίσουμε» μέχρι τα -γραφικά κατά την γνώμη μου- αντικείμενα περί σαλαμοποίησης του Κυπριακού και της πρόταξης, που δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα (και δη ως προς την επιστροφή της Αμμοχώστου, στους νόμιμους κατοίκους της). Τα δύο χρόνια γίναν 40 με το στάτους κβο, οι Αμμοχωστιανοί, οι Μορφίτες και οι Κερυνειώτες εκτοπισμένοι μεγάλωσαν και πέθαναν στους συνοικισμούς και η αστική ανάπτυξη της υπόλοιπης Λευκωσίας γέμισε χρήμα και… υποκρισία ολόκληρη την κοινωνία μας και, κυρίως, τις πολιτικές ελίτ.
Και να που, καθώς το στάτους κβο στην Αμμόχωστο άλλαξε μετά το 2020, στη σημερινή πώληση τριών ξενοδοχείων μέσω της επιτροπής, το επιχείρημα της… εσχάτης προδοσίας δεν περπατά. Γιατί δεν ζούμε στο 1983 ή στο 1996 ή στο 2004. Σε μια εποχή που ο κόσμος αντιλαμβάνεται αλλιώς τα ανθρώπινα δικαιώματα και που εκτός από το κοτσάνι σου στα Κατεχόμενα, στη Κύπρο, πούλαγες και το διαβατήριο της ΚΔ -που τόσο στο Κυπριακό θες να διασφαλίσεις- τι θα κάνεις σε επίπεδο κρατικής χωρητικότητας για να σταματήσεις κάποιον από το να κάνει, ότι στο καλό θέλει, με την ιδιωτική του περιουσία; Aν, δε, αύριο η Άγκυρα και ο Τατάρ κάνουν όλη την Αμμόχωστο μια καζινολουτρόπολη πως θα το σταματήσεις; Ζητώντας στα διεθνή φόρα την εφαρμογή του ψηφίσματος 789; Αν δεν με απατά η μνήμη μου είναι από το 1992 που υιοθετήθηκε το εν λόγω ψήφισμα από το ΣΑ του ΟΗΕ που το ζητάμε. Ένας Κύπριος πολίτης, με καταγωγή γονιών από το Βαρώσι, που γεννήθηκε το 1992 είναι σήμερα… 31 ετών. Ο Βαρωσιώτης παππούς του πιθανόν να μην ζει ήδη. Ο ορισμός της αποτυχημένης, διαχρονικά, κρατικής πολιτικής στο θέμα.
Θέλουμε να σωθεί το Βαρώσι; Ή θα λύσουμε το Κυπριακό ή το Κράτος ας βάλει μια σφραγίδα -όχι μουχτάρη αυτή την φορά- που θα δηλώνει, ευθαρσώς, ότι αν στα επόμενα 20 χρόνια το Βαρώσι γίνει η Λεμεσός Χ 10 φορές γι’ αυτό φταίει η Τουρκία και όχι το ίδιο. Όλα τα υπόλοιπα είναι απλά υποκρισίες.
Twitter: @JohnPikpas