Του Γιάννη Ιωάννου
Το συμβάν της βίαιης επίθεσης εναντίον κατοικιών που διαμένουν Σύροι στη Χλώρακα, την περασμένη Κυριακή σε διαδήλωση της κοινότητας με φόντο το προσφυγικό-μεταναστευτικό, αποτελεί μια συνδυαστική αποτυχία σε πολλαπλούς άξονες: Της κοινωνίας που έχει εκθρέψει ένα ρατσιστικό τέρας με εκφάνσεις βίας απέναντι στο ξένο και το διαφορετικό. Του κράτους, ιδίως την περίοδο 2016-2022, που απέτυχε να διαχειριστεί αποτελεσματικά τις ροές παράτυπων μεταναστών και την προσφυγική κρίση, δημιουργώντας απίστευτη ολιγωρία σε έναν μεγάλο αριθμό αιτήσεων ασύλου –την περίοδο μάλιστα που εξέταζε γρηγορότερα πώς θα δώσει χρυσό διαβατήριο σε ολιγάρχες αμφιβόλου προέλευσης. Στο ίδιο το apparatus ασφάλειας που απέτυχε στο να αποτρέψει βανδαλισμούς κι επιθέσεις και, τέλος, στο ίδιο το πολιτικό σύστημα, όπου τα δεξιά κόμματα –προεξέχοντος στελεχών του Δημοκρατικού Συναγερμού– αποπειράθηκε όχι μόνο να κεφαλαιοποιήσει, μικροπολιτικά, το συμβάν αλλά και να αλιεύσει ψήφους στις παρυφές της Ακροδεξιάς του ΕΛΑΜ –που κατόρθωσε για ακόμη μία φορά να θέσει την ατζέντα, ενόψει μάλιστα και αυτοδιοίκητων εκλογών.
Ο πρώην κυβερνητικός εκπρόσωπος, Μάριος Πελεκάνος, δήλωσε το αμίμητο περί «τέλους ανοχής του παραμυθιού της ενσωμάτωσης», μιας διαδικασίας που τόσο η διεθνής εμπειρία όσο και η επιστημονική βιβλιογραφία εξετάζουν διαχρονικά σε θέματα ένταξης κι αφομοίωσης μεταναστών, σε σχέση με την καταγραφή του φαινομένου του ρατσισμού, της εγκληματικότητας, της βίαιης ριζοσπαστικοποίησης και των πολιτισμικών δυναμικών ή της οικονομικής ανάπτυξης σε μια ορισμένη, χωροχρονικά, κοινωνία. Η διαδικασία εξάλλου των βίαιων μετακινήσεων προσφύγων ή της μαζικής οικονομικής μετανάστευσης είναι μια κατάσταση πραγμάτων όσο αρχαία είναι και η ιστορία της ανθρωπότητας.
Στην Κύπρο των εσωτερικά εκτοπισμένων Κύπριων στον ίδιο τους τον τόπο («προσφύγων») λόγω της τραγωδίας του 1974 είναι αδιανόητο ότι το πεδίο της προσφυγικής προστασίας, της οικονομικής μετανάστευσης αλλά και της παράτυπης μετανάστευσης αποτελούν πεδία ελλιπούς κατανόησης, ιδεοληψιών και μικροπολιτικής πρακτικής αντί να αποτελούν ένα πεδίο όπου όλοι πρέπει να ζητούν τα αυτονόητα: Σεβασμό του Διεθνούς Δικαίου σε όσους έχουν ανάγκη διεθνούς προστασίας, ιδίως σε μια χώρα υπό κατοχή που προτάσσει το Διεθνές Δίκαιο για το εθνικό της θέμα, μηδενική ανοχή στην παράτυπη μετανάστευση που προσπαθεί να εκμεταλλευτεί το σύστημα και μια κοινωνία όπου είναι έτοιμη –ανοικτά, ενεργητικά αλλά και με αυτοσεβασμό– να προσφέρει αλλά και να απαιτήσει παράλληλα σεβασμό κι αλληλεγγύη από τον φτωχό και τον αδύναμο.
Την ίδια στιγμή το συμβάν στη Χλώρακα οφείλει να μας προειδοποιήσει. Για την κυπριακή κοινωνία είναι, από σκοπιάς ασφάλειας, lose-lose το σενάριο όπου ένας ρατσιστής θα σκοτώσει έναν μετανάστη ή ένας μετανάστης θα σκοτώσει έναν ρατσιστή. Στο πρώτο σενάριο εγκυμονεί ο κίνδυνος της βίαιης ριζοσπαστικοποίησης, σε homegrown επίπεδο μάλιστα, αν επικρατήσει ο ρατσιστικός όχλος. Στο δεύτερο εγκυμονεί ο κίνδυνος της θεαματικής αύξησης της εκλογικής δύναμης των ακροδεξιών κομμάτων, που πρώτα θα αυξήσουν τα ποσοστά τους και μετά θα στραφούν προς τα κόμματα του συνταγματικού τόξου και την ίδια την κοινωνία για να επιβάλλουν, δια της ισχύος, την ολοκληρωτική τους ιδεολογία. Τέλος, τις αστοχίες μας σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο παρακολουθεί και η Τουρκία. Ένα σκηνικό αντίστοιχο της κρίσης του Έβρου στην Ελλάδα το 2020, κατά μήκος της Πράσινης Γραμμής, θα ήταν μια δυνητική υβριδική απειλή για την οποία πολύ πιθανόν ως κράτος να μην είμαστε έτοιμοι, ακόμη, να την αντιμετωπίσουμε σε επίπεδο κρίσης και ως κοινωνία στο αντίστοιχο της διαχείρισης.
Το συμβάν στη Χλώρακα πρέπει να μας ξυπνήσει. Αν δεν μας ξυπνήσει αναπόφευκτα θα μετακυλήσουμε σε μια κατάσταση αβεβαιότητας όπου μπορεί να συμβούν τα χειρότερα. Με άγνωστες και κυριότερα ανεξέλεγκτες συνέπειες για την Κύπρο.
Τwitter: @JohnPikpas