Του Γιάννη Ιωάννου
Η Εκκλησία της Κύπρου είναι προφανώς ένας θεσμός που ο τρόπος που τον προσεγγίζουμε στη δημόσια σφαίρα δεν δημιουργεί ποτέ μια υγιή συζήτηση ούτε για το ιστορικό του πλαίσιο, ιδίως στον 20ό αιώνα, αλλά ούτε και για τα όρια διαχωρισμού κράτους - Εκκλησίας, τη laicite ή το πώς ως σύγχρονοι και σκεπτόμενοι πολίτες αντιλαμβανόμαστε τα όρια μεταξύ πνευματικότητας, θρησκευτικότητας και εκκοσμίκευσης. Ο θάνατος του Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Β’ δημιούργησε αμέσως, δημόσια και ιδιωτικά, στον πραγματικό και διαδικτυακό κόσμο, μια έντονη συζήτηση μεταξύ αυτών που του έπλεξαν το εγκώμιο κι αυτών που έσπευσαν να τον απαξιώσουν για διάφορες ενέργειες ή παραλείψεις, καθώς και για το πλούσιο ιστορικό των αμφιλεγόμενων δηλώσεών του τα τελευταία χρόνια.
Είναι επίσης προφανές πως η Εκκλησία της Κύπρου είναι ένας θεσμός ταυτισμένος με την πολιτική, την οικονομική δραστηριότητα και λόγω του Μακαρίου με τη σύγχρονη ταραγμένη περίοδο της γέννησης της Κυπριακής Δημοκρατίας. Είμαστε εξάλλου σε ένα νησί όπου ο θεσμός της Εθναρχίας διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στον σύγχρονο πολιτικό και κοινωνικό μετασχηματισμό της χώρας και όπου ο πρώτος Πρόεδρος της ανεξάρτητης Κυπριακής Δημοκρατίας προήλθε από την Εκκλησία. Επίσης αποτελεί ένα πεδίο που, εξ ορισμού, είναι βαθιά συντηρητικό και παραδοσιακό (traditionalist) όπου ορισμένες αντιλήψεις που θεωρούνται σε πολλές προηγμένες κοινωνίες ως δεδομένες από τη δεκαετία του ’60, εδώ αποτελούν ανάθεμα. Ένα μέρος όπου ο εκάστοτε Αρχιεπίσκοπος διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην επιλογή του υπουργού Παιδείας.
Όταν όμως συζητάμε για την εκκοσμίκευση στην Κύπρο, ως ιστορική διαδικασία στην οποία η θρησκεία χάνει την κοινωνική και πολιτιστική της σημασία και παύει ν’ αποτελεί κάποιας μορφής αυθεντία στο πώς διαμορφώνονται πτυχές της πολιτικής και κοινωνικής ζωής, συχνά επαναλαμβάνουμε ένα λάθος: Ξεκινάμε από το «τέλος» ανάγοντας τη συζήτηση σε μια περιχαράκωση ταυτοτήτων (ιδεολογικών, ατομικών ή στο επίπεδο της αντιπαράθεσης του θρησκευτικού Vs του κοσμικού) αντί να αναζητήσουμε πώς ή μπορούν αυτά να συνυπάρξουν αρμονικά και με ορισμένο κοινωνικό πλαίσιο (όπου ο κλήρος δεν θα προσβάλλει σωρηδόν αυτονόητα πράγματα ή όπου ο προοδευτικός κόσμος δεν θα προσβάλλει το κοινό, περί θρησκευτικότητας, αίσθημα). Επιπλέον, οφείλουμε αν θέλουμε ποτέ στην Κύπρο να δούμε την κοσμικότητα στην πράξη να επιμείνουμε στο ζήτημα της θεσμικής αντοχής του Νόμου. Και θεσμική αντοχή σημαίνει πως ο τρόπος που δουλεύει η κρατική χωρητικότητα είναι κι ανθεκτικός και –σημαντικότερα– αποτελεσματικός. Αν η Εκκλησία της Κύπρου θέλει ν’ αναπτύξει γη σε περιοχή που απαγορεύεται να υποστεί τις συνέπειες. Το ίδιο αν οι εκπρόσωποί της χρησιμοποιούν ρητορική μίσους. Εξάλλου κάθε μορφής υποκρισία εδράζεται στο ίδιο συγκείμενο: στην ανομία.
Ο Χρυσόστομος Β’ υπήρξε αναμφίβολα μια ενδιαφέρουσα προσωπικότητα. Ένας sui generis τύπος κάθε φορά που παρενέβαινε δημόσια. Μπορείς από κοσμικής σκοπιάς να του προσάψεις ένα σωρό μομφές. Εκείνο όμως που δεν μπορείς να του αφαιρέσεις, πάλι από κοσμικής πλευράς, είναι πως στην κρισιμότερη στιγμή ως προς την πολιτική κοινωνιολογία των εκκλησιαστικών ζητημάτων πήρε θέση. Ξεκάθαρη. Στάθηκε υπέρ της Εκκλησίας της Ουκρανίας και αντιλήφθηκε –στην πλήρη ισχύ της– το πώς η «Τρίτη Ρώμη», η ρωσική Εκκλησία δηλαδή διεισδύει πολιτικά διά της μαλακής ισχύος (soft power) προκειμένου να έχει κακόβουλη επιρροή. Αυτό σημαίνει πως πέραν του θρησκευτικού πλαισίου, η realpolitik του Χρυσοστόμου Β’ υπάγονταν σε αμιγώς κοσμικά πλαίσια και πως ο ίδιος καταλάβαινε αυτό που δεν καταλαβαίνουν συνήθως οι σκληροί, αλλά ανακόλουθοι, επικριτές του που ναι μεν κηρύττουν την εκκοσμίκευση αλλά αν δουν έναν ηγέτη τύπου Πούτιν μπορεί να ρίξουν και μια… πιρουέτα αναπαράγοντας τα αφηγήματά του.
Αυτή είναι και η σημαντικότερη παρακαταθήκη του που εκτός απροόπτου θα την δούμε στην πράξη σε μια συγκυρία όπου οι αρχιεπισκοπικές και οι προεδρικές, που τρέχουν παράλληλα, εκλογές μας υπενθυμίζουν το ιστορικό πλαίσιο των αυτοκρατορικών σκήπτρων και της υπογραφής διά κινναβάρεως. Σε ένα κράτος που προφανώς έχει αρκετό δρόμο μπροστά του ως προς την εκκοσμίκευση.