Του Γιάννη Ιωάννου
Ήδη από τις αρχές του ’90, ο Γάλλος γεωγράφος και διπλωμάτης Michel Foucher όριζε πως τα σύνορα, σε μια πιο μοντέρνα εκδοχή του όρου τους, αποτελούν «στοιχειώδεις διαρθρώσεις του χώρου που έχουν ευθύγραμμη μορφή και λειτουργούν ως σημεία αναφοράς για την γεωπολιτική ασυνέχεια και οριοθέτηση σε τρία επίπεδα: του πραγματικού, του συμβολικού και του φαντασιακού». Στην Κύπρο η συζήτηση για το Κυπριακό, τουλάχιστον σε φαντασιακό επίπεδο, είναι μια συζήτηση για τα σύνορα. Εξού και το γνωστό, μετά την εθνική καταστροφή του 1974, «τα σύνορά μας είναι στην Κερύνεια», που εξ ορισμού δεν ισχύει, μιας και η Κερύνεια τελεί υπό de facto στρατιωτική κατοχή. Στο συμβολικό επίπεδο, που μετά το ’63-64 έγινε ρεαλιστικό, ξανά το 1974, τα σύνορα στην Κύπρο ορίστηκαν από το μέτωπο, με την αυστηρή έννοια του στρατιωτικού όρου. Το μέτωπο του ’63-64 χάραξε την «πράσινη γραμμή» και η έκβαση του πολέμου τον Ιούλιο του 1974 γέννησε έναν αμιγώς γεωστρατηγικό χώρο. Ένα ανάχωμα. Μια γραμμή κατάπαυσης πυρός (ΓΚΠ). Με φυλάκια στα οποία όλοι υπηρετήσαμε και θα κληθούμε ως έφεδροι να κρατήσουμε αν συμβεί κάτι.
Φυσικά, η Κύπρος που, με βεστφαλικούς όρους, συνέχισε και συνεχίζει να υφίσταται το 2004 εισήλθε στην Ευρωπαϊκή Ένωση ως ισότιμο κράτος-μέλος με έναν συμπληρωματικό αστερίσκο ωστόσο σε σχέση με το καθεστώς που διέπει την πράσινη γραμμή. Τόσο η Γεωγραφία όσο και η κοινωνική επιστήμη και δη οι Πολιτικές Επιστήμες και οι Διεθνείς Σχέσεις όταν έχουν να κάνουν με… μέτωπα και σύνορα γεννούν τρεις κυρίαρχες τάσεις ή, ακριβέστερα, φαινόμενα σε σχέση με τον χώρο: Δημιουργούν εμπόδια, δηλαδή ορίζουν τον διαχωρισμό. Μια συνθήκη που τη ζούμε κατά μήκος της (νήσου) Κύπρου από το 1963-1964 και, σε πλήρη ισχύ, μετά το 1974. Δημιουργούν διεπαφή κι αλληλεπίδραση, γιατί ένα μέτωπο ανοίγει και κλείνει αναλόγως. Στην Κύπρο μετά το 2004 το μέτωπο άνοιξε φέρνοντας διαμέσου των οδοφραγμάτων σε επαφή τις δύο κοινότητες αλλά και εκάστη κοινότητα με το υπόλοιπο της πατρίδας της και, τέλος, δημιουργούν φαινόμενα αμιγώς εδαφικά. Δηλαδή ζώνες που οριοθετούνται με συγκεκριμένες ταυτότητες. Αυτό που οι Αγγλοσάξονες όρισαν ως μεθορίους (frontiers), που στην Κύπρο δεν το βιώνουμε ακριβώς λόγω μεγέθους και νησιωτικού ανάγλυφου αλλά που μέρος της κάθε κοινότητας το αισθάνεται ταυτοτικά. Εξού κι αν ταξιδέψει κάποιος σε ένα χωριό εγγύς της νεκρής ζώνης, ακόμη κι αν αυτό θέλει ένα δεκάλεπτο με αμάξι από το κέντρο της Λευκωσίας, θα δει την ταμπέλα «η ακριτική κοινότητα τάδε σας καλωσορίζει».
Αυτές οι σύνθετες φιλοσοφικά αλλά απλές ως προς την κατανόηση έννοιες που εκκινούν από την κατανόηση της Γεωγραφίας, του τερέν (ως πεδίου κι όχι θεωρητικά) αλλά και από την κοινωνική μηχανική στην Κύπρο δεν απασχόλησαν ποτέ τη δημόσια συζήτηση περί βενζίνης στα Κατεχόμενα, ανοικτών και κλειστών οδοφραγμάτων, ή ακόμη σοβαρότερα της συνοριοποίησης της νεκρής ζώνης απέναντι σε μια μεγαλύτερη πληθυσμιακά και σε στρατιωτική ισχύ Τουρκία ή απέναντι σε μια πρόκληση όπως το προσφυγικό ή η παράτυπη μετανάστευση. Και δεν απασχόλησαν και το τεχνοκρατικό συγκείμενο της ευρωπαϊκής πλέον Κύπρου, εδώ και μια εικοσαετία όσο κι αν αναζητούμε Ευρωπαίο διαμεσολαβητή επιπέδου… Μέρκελ για το Κυπριακό. Κοινώς δεν απασχόλησαν, ποτέ, τη συζήτηση για το Κυπριακό και τις συνομιλίες.
Τα επόμενα χρόνια ανεξαρτήτως του τι προτάσσει η ρομαντική μας προσήλωση στο φαντασιακό, η γεωπολιτική ασυνέχεια θα οριοθετηθεί με ρεαλιστικούς όρους ως προς τι θα συμβαίνει κατά μήκος της πράσινης γραμμής. Καιρός να αρχίσουμε να το συνειδητοποιούμε.