Διακόσια είκοσι τηλεφωνήματα για κακοποίηση ηλικιωμένων δέχτηκε το Παρατηρητήριο Τρίτης Ηλικίας από τον Ιανουάριο μέχρι τον Οκτώβριο του 2023, δήλωσε τις προάλλες ο πρόεδρός του κος Δήμος Αντωνίου στη συνάδελφο Οριάνα Παπαντωνίου. Και όταν μιλάμε για κακοποίηση εννοούμε σωματική και ψυχολογική, καθώς επίσης και για παραμέληση, οικονομική εκμετάλλευση και ηλικιακό ρατσισμό. Οι πλείστες από αυτές τις περιπτώσεις συμβαίνουν πίσω από κλειστές πόρτες και ο θύτης είναι είτε η οικιακή βοηθός ή ακόμη τα παιδιά ή άλλοι κοντινοί συγγενείς τού ηλικιωμένου. Οι ηλικιωμένοι δεν θέλουν να προβούν σε επίσημες καταγγελίες και γι’ αυτό καταφεύγουν στο Παρατηρητήριο με σκοπό «να τα βγάλουν από μέσα τους» και όχι να καταγγείλουν τους οικείους τους ή πόσω μάλλον να διεκδικήσουν εκείνο που κανονικά θα έπρεπε να τους δίδεται απλόχερα από ένα κράτος που αρέσκεται να θεωρείται πολιτισμένο –και εννοώ τη φροντίδα και τις παροχές για αξιοπρεπή γεράματα σε όλα τα επίπεδα. Είναι τρομαχτική (οποιαδήποτε άλλη λέξη υποβαθμίζει το πρόβλημα) η απουσία της κρατικής μέριμνας για τους πολίτες της τρίτης ηλικίας και ακόμα πιο τρομαχτική η νοοτροπία που καλλιεργείται με τις ευλογίες μας και η οποία συντηρεί, προωθεί και μεγεθύνει το πρόβλημα του ηλικιακού ρατσισμού.
Ο αριθμός των κακοποιήσεων ενδεχομένως να είναι πολύ μεγαλύτερος, σύμφωνα με τον κ. Αντωνίου, αφού μπορεί να υπάρχουν και άλλοι ηλικιωμένοι που πέφτουν θύματα εκμετάλλευσης αλλά επιλέγουν να μη μιλήσουν. Και είναι αδιανόητο σε έναν τόπο τόσο μικρό όπως ο δικός μας –το έχω γράψει πολλές φορές από αυτήν εδώ τη στήλη– να φοβάται κανείς να γεράσει, φοβούμενος σε ποιων τα χέρια θα πέσει. Είναι απαράδεκτο να μην υπάρχει κρατική έγνοια για αξιοπρεπή γηρατειά αλλά μόνο κούφιες εξαγγελίες κάθε φορά που οι «γέροι» μας λογαριάζονται ως ψήφοι. Κι αυτό είναι ένα αμάχητο τεκμήριο του πόσο επιλεκτικές έχουν καταντήσει οι ευαισθησίες μας, αφού μονίμως παραβλέπουμε το θέμα του ηλικιακού ρατσισμού και επιτρέπουμε στους κάθε λογής «αρμόδιους» να συμπεριφέρονται στους πολίτες της τρίτης ηλικίας σαν μια ξοφλημένη γενιά που πλέον δεν έχει καμία χρησιμότητα. Και ο λόγος που οι ευαισθησίες μας παρουσιάζονται μειωμένης ισχύος σε ό,τι αφορά το εν λόγω θέμα είναι γιατί στο βάθος έχουν αλλοιωθεί τόσο πολύ οι ηθικές μας αξίες ώστε εμείς οι ίδιοι να γινόμαστε φορείς αυτής της αδιαφορίας, την οποία μάλιστα μεταφέρουμε ελαφρά τη καρδία και στα παιδιά μας με αποτέλεσμα οι ηλικιωμένοι να καταλήγουν να θεωρούνται «βάρος» της κοινωνίας αντί εκείνοι που με λιγοστά μέσα και ένα σωρό δυσκολίες τη στήριξαν, προσφέροντας στον τόπο όλο τους το είναι. Ποια είναι η εξαργύρωση των κόπων τους; Μοναξιά, περιθωριοποίηση, αγωνία, φόβος και κυρίως προδοσία, αυτό είναι που αισθάνονται οι πλείστοι πέρα από τις περιπτώσεις κακοποίησης ή παραμέλησης. Αφημένοι –όσοι δεν έχουν την οικονομική ευχέρεια– σε θλιβερές στέγες ευγηρίας, χωρίς τις απαιτούμενες συνθήκες αξιοπρεπούς φροντίδας ή κλεισμένοι σε σπίτια με οικιακές βοηθούς ανεπαρκούς κατάρτισης, ενώ αυτό που θα έπρεπε να συμβαίνει είναι να υπάρχουν κρατικές υπηρεσίες πρόνοιας, είτε με κατ’ οίκον φροντίδα από εξειδικευμένο προσωπικό είτε με κρατικές στέγες που να μην ντρεπόμαστε για την ύπαρξή τους. Αντ’ αυτού, οι ηλικιωμένοι μας είναι αφημένοι στο έλεος του Θεού, με το κράτος να τους βάζει σε δεύτερη μοίρα και να τους θυμάται μόνο όταν ένα σχετικό θέμα βλέπει το φως της δημοσιότητας και χαλά την εικόνα του αρμόδιου υπουργού ή υφυπουργού ή όποιου άλλου πολιτικού παριστάνει πως γνοιάζεται αρκετά για να αλλάξει αυτό το άθλιο καθεστώς. Εκείνο ωστόσο που ξεχνούμε, ή ηθελημένα προσπερνούμε, είναι πως στη θέση τους θα βρεθούμε εμείς πολύ πιο γρήγορα από ό,τι νομίζουμε και αν δεν απαιτήσουμε τώρα αξιοπρεπείς συνθήκες για τους ανθρώπους της τρίτης ηλικίας –σε όλα τα επίπεδα– τότε διερωτώμαι ποιος θα το κάνει αύριο για εμάς, αφού το δικό μας παράδειγμα είναι ήδη προς αποφυγήν