Εδώ και δύο χρόνια ερχόμαστε αντιμέτωποι με ανατροπές ικανές να μας κλονίσουν συθέμελα. Είτε υπενθυμίζοντάς μας την ευθραυστότητα της ίδιας της ύπαρξής μας, είτε την βαρβαρότητα του ανθρώπου. Πρώτα, η πανδημία με χιλιάδες νεκρούς, μετά ένας πόλεμος που ακόμα αφήνει πίσω του εκατομμύρια καταστραμμένες ζωές. Το τραύμα απλώνεται, βαθαίνει και αιμορραγεί. Κάτι δεν πάει καλά στον κόσμο, βροντοφωνάζουν τα γεγονότα όταν τα δεις με καθαρό μάτι, απαλλαγμένο από τις πεποιθήσεις του Εγώ σου. Ο καταιγισμός των πληροφοριών, όμως, η εύκολη πρόσβαση σ’ αυτές και η ψευδαίσθηση ότι μέσω αυτών μετατρεπόμαστε σε γνώστες των πάντων, μας αφήνει καθηλωμένους στην ίδια θέση, ανίκανους προς ουσιαστική μετατόπιση και “συγκλονισμένους” χωρίς συθέμελο κλονισμό. Με την πλάνη πως είμαστε πλέον σε θέση να αντιλαμβανόμαστε το όλον, ενώ στην πραγματικότητα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Ο κόσμος πεθαίνει και μεις δεν καταφέρνουμε να το αντιληφθούμε. Ο κόσμος διασχίζει τις θάλασσες για να σωθεί και μεις δεν καταφέρνουμε να το αντιληφθούμε. Ο κόσμος είναι χαμένος και ο πλανήτης καταστρέφεται και μεις δεν καταφέρνουμε να το εννοήσουμε.
Όπως γράφει και η νομπελίστρια συγγραφέας Όλγα Τοκαρτσούκ “δυσκολευόμαστε να δούμε πως ο κόσμος γίνεται μια συλλογή από πράγματα και επεισόδια, μια νεκρή έκταση όπου περιφερόμαστε μοναχικοί, σκορπισμένοι εδώ και εκεί, περιορισμένοι από ένα ακατανόητο πεπρωμένο, από μια αίσθηση ότι είμαστε παιχνιδάκια των ισχυρών δυνάμεων της ιστορίας ή της τύχης. Η πνευματικότητά μας είτε χάνεται, είτε γίνεται επιφανειακή και ιεροτελεστική. Ή αλλιώς καταλήγουμε μόνο ακόλουθοι απλών δυνάμεων-φυσικών, κοινωνικών και οικονομικών-που μας τραβολογάνε από δω και από κει σαν να είμαστε ζόμπι. Και σε ένα τέτοιο κόσμο πράγματι είμαστε ζόμπι”. Μέσα σ’ αυτό τον καταιγισμό των πληροφοριών τα ουσιαστικά μηνύματα χάνουν το περίγραμμά τους και διαλύονται στην μνήμη μας σαν κάτι το εξωπραγματικό. Και η επικινδυνότητα είναι πως όχι μόνο δεν το συνειδητοποιούμε αλλά θεωρούμε πως έχουμε το προνόμιο να αναγνωρίζουμε την αλληλεξάρτηση και συνδεσιμότητα των γεγονότων και να αποκτούμε την αίσθηση του όλου. Το να καταφέρεις όμως να μην βλέπεις τον κόσμο αποσπασματικά και να αποκτάς την αίσθηση του όλου- γράφει η Τοκαρτσούκ- είναι ένα εντελώς διαφορετικό είδος ευθύνης για τον κόσμο επειδή γίνεται φανερό πως κάθε χειρονομία “εδώ” συνδέεται με μια χειρονομία “εκεί”, πως μια απόφαση που πάρθηκε στο ένα μέρος του κόσμου θα έχει επιπτώσεις σε ένα άλλο μέρος του και πως η διαφοροποίηση ανάμεσα στο “δικό" μου και στο “δικό” σου έχει αρχίσει να γίνεται συζητήσιμη.
Κι αυτό ακριβώς είναι που μας υπαγορεύει η εποχή μόνο που για να αρχίσουμε να το κατανοούμε χρειάζεται να ξεπεράσουμε τα όρια του Εγώ μας και να περάσουμε πίσω από την γυάλινη οθόνη μέσα από την οποία βλέπουμε τον κόσμο και μέσα στην οποία ο κόσμος καθίσταται δισδιάστατος. Με άλλα λόγια, μας χρειάζεται μια άλλη μορφή θέασης την οποία μόνο η επανασύνδεσή μας με το μυστήριο μπορεί να μας την προσφέρει. Με εκείνο που μας υπερβαίνει και μας υπενθυμίζει πως όσο παραμένουμε κλεισμένοι στην φυλακή του
Εγώ το μόνο που πετυχαίνουμε είναι να απομακρυνόμαστε όλο και περισσότερο από τον εξανθρωπισμό μας. Συμμετέχοντας και μεις στον περιορισμό του κόσμου στο επίπεδο ενός αντικειμένου που μπορεί να τεμαχιστεί, να χρησιμοποιηθεί και να καταστραφεί. Μας χρειάζεται λοιπόν η πίστη στο μυστήριο για να ξαναγίνουμε από ζόμπι, άνθρωποι. Η πίστη σ’ αυτό που δεν εξηγείται, που βρίσκεται πάνω από μας και συνιστά την απόλυτη αλήθεια. Την αλήθεια της αγάπης. Γιατί… “εάν ταις γλώσσαις των ανθρώπων λαλώ και των αγγέλων, αγάπην δε μη έχω, γέγονα χαλκός ηχών ή κύμβαλον αλαλάζον”…Κι’αυτή είναι η εποχή που οφείλουμε να πλησιάσουμε όσο το δυνατόν πιο κοντά σ’ αυτή την αλήθεια. Γιατί οι ταφόπλακές μας που περνούν μπροστά στα μάτια μας, μάς υπαγορεύουν κάθε μέρα πως όλα τα υπόλοιπα είναι μάταια. Εντελώς μάταια.