Έσπευσαν όλοι σύσσωμοι να την υπερασπιστούν. Με αναρτήσεις στα σόσιαλ, ανακοινώσεις στον τύπο, δηλώσεις στα τηλεοπτικά παράθυρα, χαμός. Αναφέρομαι στην ελευθερία του Τύπου που είχε τις προάλλες την γιορτή της. Και βέβαια οι «υπερασπιστές» της έδωσαν έμφαση στην παραίτηση του συναδέλφου Ντίνου Φοινικαρίδη από την εκπομπή «Από Μέρα σε Μέρα», λόγω άνωθεν παρέμβασης που είχε σαν αποτέλεσμα το «κόψιμο» του βουλευτή κ. Ευσταθίου. Ασυνεννοησία αποκάλεσε το όλο συμβάν ο πρόεδρος του Δ.Σ. του ΡΙΚ, υπογραμμίζοντας πως το κρατικό κανάλι δεν δέχεται παρέμβαση από κανένα τρίτο (!). Και οι απανταχού βουλευτές μας (και του κυβερνώντος κόμματος και της αντιπέρα όχθης), βάλθηκαν να περιφέρουν την «ευαισθησία» τους επί του θέματος σε όλα τα σόσιαλ, υπογραμμίζοντας πως είναι απαράδεκτες τέτοιες παρεμβάσεις γιατί πλήττουν τη δημοκρατία και την ελευθερία του λόγου. Και κάπως έτσι, ανάλαφρα και χαριτωμένα, ξεμπέρδεψαν οι πολιτικοί μας με το θέμα. Νίπτοντας τας χείρας τους. Όπως κάθε φορά που επιλέγουν να εστιάσουν στο δέντρο, είτε γιατί τόσο καταλαβαίνουν, είτε γιατί έτσι τους βολεύει, και να αγνοήσουν το δάσος.
Σοβαρά τώρα; Τόσο απλά και ανώδυνα; Χωρίς καμία επίγνωση της συνενοχής και συμμετοχής τους σε ένα αρρωστημένο κατεστημένο που βρίθει υπόγειων και σκοτεινών παρεμβάσεων, εντολών, οδηγιών έμμεσων και άμεσων, οικονομικών εξαρτήσεων και πελατειακών σχέσεων προκειμένου να συνεχίσει η κομματοκρατία να κόβει και να ράβει στα μέτρα της τον ορισμό της δημοκρατίας και της ελευθερίας της έκφρασης; Το κρατικό κανάλι αποτελεί μια ακόμα μικρογραφία των παθογενειών που οφείλονται στη σαθρότητα του συστήματος. Και αυτή η σαθρότητα δεν οφείλεται σε «ασυνεννοησίες» αλλά στα πλοκάμια της κομματοκρατίας, η οποία διατηρεί ακόμα αλώβητους τους μηχανισμούς της για να συντηρεί και να διατηρεί τις απανταχού εξαρτήσεις καλλιεργώντας το φόβο της απόκλισης από τις «οδηγίες» της. Και αυτά όχι μόνο τα γνωρίζουν αλλά και τα συντηρούν (είτε με ανοχή, είτε με συμμετοχή) όλοι αυτοί που τώρα σπεύδουν να υπερασπιστούν την ελευθεροτυπία και να υποδείξουν την σημασία της κρατικής τηλεόρασης ως δημόσιου αγαθού, καπηλευόμενοι το εν λόγω περιστατικό για να παριστάνουν τις πάπιες.
Τα όσα έχουμε περάσει ωστόσο τα τελευταία χρόνια με μια πανδημία να μας φέρνει αντιμέτωπους με μια άλλη ουσία και να μας εξωθεί σε επαναπροσδιορισμούς, ψιλά γράμματα για τους πολιτικάντηδες μας, δεν μας επιτρέπουν (αντανακλαστικά και μόνο) να καταπίνουμε αμάσητες αυτού του είδους τις υποκρισίες και τις επιλεκτικές ευαισθησίες. Δεν αρκεί μια ανάρτηση, μια ανακοίνωση, ούτε τα αλλεπάλληλα τιτιβίσματα στα σόσιαλ για να μας πείσουν πως κόπτονται για την ελευθεροτυπία, τη δημοκρατία, την αξιοκρατία και τη χρηστή διοίκηση του κράτους. Και ειδικά τώρα σε μια προεκλογική περίοδο, που άρχισε ήδη να ξεμπροστιάζει τις «σκοτεινές» παρασκηνιακές μεθόδους τις οποίες επιστρατεύουν οι κομματάρχες και τα επιτελεία τους για να συσπειρώσουν τους χαμένους οπαδούς τους ή για να στιγματίσουν τα «απολωλότα πρόβατα» και όσους τα υπερασπίζονται, «παρακολουθώντας» ποιος πάει πού, με ποιον συγχρωτίζεται και σε ποιες εκδηλώσεις συμμετέχει. Αυτές οι μέθοδοι είναι ανεχτές και αποδεχτές και δεν ερμηνεύονται ως παρεμβάσεις ή ως πλήγματα στη δημοκρατία, αλλά ως θεσμικές στρατηγικές των κομμάτων που γίνονται τάχα μου για το συμφέρον του τόπου; Φτάνει πια. Αρκετά με τις υποκρισίες και τις συμφεροντολογικές ευαισθησίες. Όποιος πολιτικός θέλει να υπερασπίζεται την ελευθερία, είτε αυτή αφορά στον Τύπο, στην έκφραση ή στο δικαίωμα του ανθρώπου να ζει με αξιοπρέπεια και όχι υπόδουλος της ανάγκης πάνω στην οποία πατούν για να χτίσουν τις καριέρες τους οι κάθε λογής πολιτικάντηδες, τότε οφείλει πρώτα να διαχωρίσει τη θέση του από τον τρόπο που λειτουργούν πλέον τα κόμματα και μετά να παριστάνει τον υπέρμαχο αρχών και αξιών.
Απαιτώντας την αυτοκάθαρσή τους ώστε να ξαναγίνουν πραγματικά κύτταρα δημοκρατίας και όχι κλειστά λόμπι διαπλεκόμενων συμφερόντων, ανακυκλωμένων αγκυλώσεων, πελατειακών σχέσεων και μοιρασιάς της εξουσίας. Αλλιώς καλύτερα να σιωπά, γιατί ο κόσμος δεν ανέχεται άλλα έπεα πτερόεντα.