«Θα διερευνηθούν όλες οι πληροφορίες που είδαν το φως της δημοσιότητας με χρονικό μάλιστα ορόσημο» είπε ο πρόεδρος και υπογράμμισε πως «είναι καιρός να τελειώνουμε μ’ αυτό το θέμα». Τα κόμματα είπαν πως «κανείς δεν είναι υπεράνω του νόμου» και πως «επείγεται να αποκατασταθεί η φήμη της χώρας» και πρόσθεσαν –όχι όλα– πως «παρότι σημειώθηκε σοβαρή πρόοδος χρειάζεται και σοβαρή επικοινωνιακή μέθοδος που να πείθει διεθνώς πως γίναμε τίμιοι».
Ωραία και καλά όλα αυτά, αλλά τα έχουμε ακούσει τόσες φορές που πλέον όποιος διαθέτει δύο δράμια νου δυσκολεύεται να πιστέψει πως πραγματικά υπάρχει η πολιτική βούληση και το θάρρος να αντιμετωπιστεί η παθογένεια της διαφθοράς στη ρίζα της. Διότι απλούστατα το θέμα δεν είναι μόνο ζήτημα ελέγχου και εποπτείας αλλά –κυρίως– πολιτικής τόλμης. Και όταν λέμε πολιτική τόλμη εννοούμε να αρθρώσει επιτέλους ένας πολιτικός ό,τι δεν τόλμησε κανένας μέχρι τώρα να αρθρώσει. Να ονοματίσει με θάρρος αυτό το σαθρό σύστημα, να παραδεχτεί πως σ’ αυτόν τον τόπο καταντήσαμε να αναγάγουμε το χρήμα ως το μέγα «ιδανικό» και στον βωμό του να θυσιάζουμε τα πάντα –από χώρα, εθνικό πρόβλημα, πνευματικότητα, περιβάλλον μέχρι την αξιοπιστία μας– ελαφρά τη καρδία. Και πως χάρη αυτού του «ιδανικού» έχει δημιουργηθεί μια κάστα πολιτών η οποία με μηδενικό ηθικό δισταγμό πλουτίζει εις βάρος των συμπολιτών της πλασάροντας ινσταγκραμικά και άλλως πως το «όραμα» της αρπαχτής και του εύκολου κέρδους σαν «επιτυχημένο» τρόπο ζωής. Και αυτή η κάστα υπάρχει διότι σ’ αυτή προφανώς ανήκουν και πολιτικά πρόσωπα ή και αν δεν ανήκουν, το τελευταίο που είναι διατεθειμένα να κάνουν είναι να της εναντιωθούν.
Όποιος όμως δεν έχει τη μαγκιά να μιλήσει έξω από τα δόντια και επιλέγει μισόλογα του τύπου «ναι έγιναν λάθη αλλά…» ή «και σε άλλες χώρες υπάρχει αυτό το πρόβλημα» ή «το πρόβλημα της διαφθοράς είναι γενικότερο» τότε το πιο πιθανόν είναι πως μισές θα είναι και οι δουλειές του. Καλό είναι να θυμηθούμε τη φοβερή εκείνη προεκλογική τηλεμαχία όπου και οι τρεις υποψήφιοι, Αβέρωφ Νεοφύτου, Ανδρέας Μαυρογιάννης, Νίκος Χριστοδουλίδης, απέφευγαν να αγγίξουν το θέμα της διαφθοράς επί της ουσίας (ο κ. Μαυρογιάννης σε λιγότερο βαθμό ομολογουμένως) και αντί να λένε τα πράγματα με το όνομά τους μιλούσαν με μισόλογα, θλιβερά κατώτεροι όχι μόνο των περιστάσεων αλλά και της συνειδητοποίησης πως εκείνο που χρειάζεται η διαφθορά για να ξεριζωθεί είναι πολιτικούς αποφασισμένους να την ξεριζώσουν. Και πολιτικοί αποφασισμένοι να την ξεριζώσουν δεν μπορούν να είναι όσοι επιλέγουν να μιλούν με μισόλογα. Σε εκείνη ωστόσο την τηλεμαχία και οι τρεις τους έμοιαζαν περισσότερο διατεθειμένοι να ελιχθούν απέναντι στη διαφθορά παρά να την καταπολεμήσουν. Και το χειρότερο ήταν πως μέσα από αυτές τις μισές τοποθετήσεις τους, άφηναν την εντύπωση πως η ανάγκη τους να κερδίσουν τις εκλογές υπερίσχυε του πολιτικού τους καθήκοντος να κάνουν ό,τι πρέπει να γίνει και να πουν ό,τι επιβάλλεται να λεχθεί προκειμένου να επανέλθει το ήθος στη θέση του (αυτό που εννοούσαν οι παππούδες μας όταν έλεγαν «με το μέτωπο καθαρό»). Την ίδια τακτική ακολούθησαν και τα κόμματα, παρίσταναν και αυτά τους πολέμιους της διαφθοράς χωρίς όμως να επιδεικνύουν την παραμικρή προθυμία να αναλάβουν το μερίδιο της ευθύνης που τους αναλογούσε ή έστω να παραδεχτούν την ύπαρξή του και να απολογηθούν. Αντ’ αυτού προσπαθούσαν να πείσουν πως είναι άμοιρα ευθυνών, πως δεν έχουν για τίποτα να λογοδοτήσουν και πως φταίχτες είναι μόνοι οι «άλλοι». Και τώρα, μετά από όλα αυτά, έρχεται στο φως ακόμα μια διεθνής έρευνα που ποδοπατά την αξιοπιστία μας και εμείς πρέπει να μείνουμε ήσυχοι πως τα ίδια πρόσωπα, πρόεδρος, κόμματα και λοιποί ειδήμονες της πολιτικής, θέλουν ειλικρινά να καθαρίσει ο τόπος και πως όντως θα κάνουν ό,τι πρέπει για να αποκαταστήσουν το όνομα της χώρας. Σοβαρά τώρα;