Το φαινόμενο Κασσελάκη που εκτυλίσσεται τώρα στην Ελλάδα δεν αποτελεί μεμονωμένο συμβάν αλλά ένα φαινόμενο με προεκτάσεις, συμπτώματα του οποίου βλέπουμε να κυκλοφορούν στη λεγόμενη νέα εποχή της πολιτικής και εδώ και αλλού, κι αυτό εγείρει σοβαρά ερωτηματικά και προβληματισμούς. Ή για να το θέσω αλλιώς είναι ακόμα ένας λόγος να διερωτηθούμε κατά πόσο βρισκόμαστε στην εποχή όπου το κενό που έχει δημιουργήσει η κουρασμένη γραφειοκρατική πολιτική τάξη έρχεται να καλυφθεί από μία εικονιστική κουλτούρα, η οποία επί της ουσίας δεν έχει κανένα μεταρρυθμιστικό λόγο να αρθρώσει πέρα από ένα υβριδικό λαϊκισμό. Ο καθηγητής Πολιτικών Επιστημών και αρθρογράφος της Lifo Νικόλας Σεβαστάκης το θέτει πολύ εύστοχα: «Το πρόβλημα» γράφει «δεν είναι κυρίως το υπερβολικό παιχνίδι με την εικόνα. Είναι μια φτωχή και παρωχημένη πολιτική σκέψη που αναπαράγει τον ρόλο του πολιτευτή-σωτήρα και παιδιού του λαού σε σύγχρονη βερσιόν».
Και σ’ αυτό βέβαια το φαινόμενο δεν είναι καθόλου άμοιρα ευθυνών τα ΜΜΕ τα οποία προκειμένου να γαργαλήσουν το «λαϊκό αίσθημα» του παπαρατσικού παροξυσμού σπεύδουν να εστιάσουν στο «φαίνεσθαι» του κάθε νεοεμφανιζόμενου «σωτήρα» ανάγοντας ως εξόχως πιο σημαντικό να βγάλουν τη «γιαγιά» ή τον σκύλο του στον αέρα παρά να ασχοληθούν με το περιεχόμενο των πολιτικών του θέσεων και το τι έχει να προτείνει για το αύριο της χώρας. Η αρθρογράφος του Protagon Λίλα Σταμπούλογλου εύστοχα υπογραμμίζει πως «στην εποχή της επικοινωνιακής αμερικανιάς, όπου το Τικ Τοκ εξελίσσεται σε νούμερο ένα βήμα δηλώσεων προεκλογικής εκστρατείας και η κίτρινη πληροφορία για τα πολιτικά πρόσωπα αφήνει πίσω τα πιστεύω και τις θέσεις τους, ο Στέφανος Κασσελάκης ήταν αναμενόμενο να γίνει η εγχώρια Μπιγιονσέ». Την ίδια ώρα όμως που αυτά τα «αστέρια» αγωνίζονται να γίνουν πρώτα δημοφιλείς και μετά χρήσιμοι, περιφέροντας τον κούφιο πολιτικό τους λόγο στις πολιτικές αρένες, τα προβλήματα του κόσμου αυξάνονται, η ακρίβεια μαστίζει και η ανάγκη για ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις παραμένει. Και αντί αυτή η ανάγκη να γεννάει την εμφάνιση ενός πολιτικού λόγου με βάθος σκέψης και ανάλυσης και εμφανή πολιτική συγκρότηση δημιουργεί τελικά πρόσφορο έδαφος για να ευδοκιμούν πολιτικοί που σκόπιμα και στρατηγικά απευθύνονται στο συγκινησιακό κομμάτι του κόσμου, ενός κόσμου που είναι ήδη θυμωμένος και απελπισμένος και αποπροσανατολισμένος, με άλλα λόγια ευάλωτος στην έλευση «σωτήρων».
Ποιο είναι το αποτέλεσμα; Να πέφτουν οι πλείστοι στην παγίδα τους, και ο κόσμος και τα ΜΜΕ αλλά και οι υπόλοιποι πρωταγωνιστές της πολιτικής σκηνής, οι οποίοι αντί να σπεύδουν να δημιουργήσουν ένα αντίβαρο στην αβάσταχτη ελαφρότητα της εικόνας, την υιοθετούν προκειμένου να γίνουν πιο αρεστοί προς ίδιον όφελος. Με όσα έχουμε πάθει ωστόσο τα τελευταία χρόνια θα έπρεπε οι αξιώσεις μας απέναντι στην πολιτική να είχαν άλλο περιεχόμενο και όχι εκείνο που ανταποκρίνεται σε όρους λάιφσταιλ. Θα έπρεπε να είμαστε σε θέση να αντιληφθούμε πως η ξαφνική αποθέωση της κοινωνίας των πολιτών εξαιτίας της χρεοκοπίας των κομματικών μηχανισμών δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένας μεταμοντέρνος φιλελεύθερος λαϊκισμός από τον οποίο πρέπει να φυλάμε τα χνώτα μας αντί να χαριεντιζόμαστε με την ψευδαίσθηση πως εμείς και τα προβλήματά μας, έχουμε ξαφνικά αναχθεί σε προτεραιότητα. Μόνο έτσι θα μπορούμε να διακρίνουμε τις προτάσεις και τις θέσεις που στόχο έχουν να κολακεύσουν την κοινωνία των πολιτών χωρίς όμως να έχουν, όπως χαρακτηριστικά γράφει ο κ. Σεβαστάκης, ένα ευρύτερο σκεπτικό όπου θα μπορούσαν να ενταχθούν πολιτικά και στρατηγικά.
Αν πραγματικά έχουμε επίγνωση της έκτασης των σημερινών προβλημάτων, τα οποία απαιτούν σοβαρή ανάλυση και βελτιωμένες διαλογικές ποιότητες, πρέπει να αποκτήσουμε αντισώματα στα φαινόμενα των «σωτήρων» της πολιτικής, όπως είναι το ρεύμα Κασσελάκη και διάφορα παρόμοια μ’ αυτό, ώστε να εμπεδώσουμε πως δεν αποτελούν το φρέσκο ή το προοδευτικό και σίγουρα όχι εκείνο που θα έπρεπε να είναι το ζητούμενό μας προκειμένου να φύγουμε επιτέλους από το τέλμα της πολιτικής επιδερμικότητας.