«Έλεος με την ενότητα» είπε με μπουχτισμένο ύφος ο Κωνσταντίνος Πετρίδης, μιλώντας στο podcast «Pints of Politics» του συναδέλφου Αντώνη Πολυδώρου και σχολιάζοντας τη νέα αυτή τάση που εμφανίστηκε στην πολιτική μας σκηνή, κυρίως μετά την εκλογή του κ. Χριστοδουλίδη. Να αποκτά δηλαδή η επίκληση της ενότητας διαστάσεις και προεκτάσεις πολιτικής θέσης. «Είναι ωστόσο πολιτική θέση η ενότητα;» ρώτησε ο πρώην υπουργός οικονομικών θέτοντας ένα σοβαρό και καίριο προβληματισμό. Λίγο υποψιασμένος να είσαι απέναντι στα σημεία των καιρών αρκεί, για αντιληφθείς πως η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα, η οποία προφανώς και είναι ότι η ενότητα δεν μπορεί να αναχθεί σε πολιτική θέση, εγκυμονεί κινδύνους που δυστυχώς δεν είναι πάντα ορατοί με γυμνό μάτι.
Για να το θέσω αλλιώς, η επιδερμικότητα που υπαγορεύουν τα σόσιαλ μίντια και η γενικότερη ελαφρότητα με την οποία ακυρώνεται ως «κακεντρεχής» ή «κακόπιστη» η προσπάθεια βαθύτερης ανάγνωσης θεμάτων ουσίας κάνει ακόμα πιο πρόσφορο το έδαφος να μπερδευτούν οι έννοιες και να πλασαριστεί η ανάγκη για ενότητα ως πολιτική θέση. Συνέβη άλλωστε και με την περίπτωση των υποψηφίων για τη θέση του προέδρου του ΔΗΣΥ όπου και εκεί είδαμε αυτή την επίκληση να περιφέρεται με ένδυμα πολιτικής θέσης. Θα διερωτηθείτε ενδεχομένως γιατί χαρακτηρίζω επικίνδυνη τη μετατροπή της ενότητας σε στοιχείο ταυτότητας του νέου πολιτικού ύφους και ήθους. Αυτό δεν επιβάλει άλλωστε η εποχή, θα μου πείτε, τη συναίνεση και την υπέρβαση που οδηγούν στην ενότητα για το κοινό καλό; Δεν είναι όμως τόσο απλά τα πράγματα όσο θέλουμε να τα ερμηνεύουμε, διότι προκειμένου να επιτευχθεί αυτή η ενότητα που αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, προϋπόθεση είναι μια σειρά από ρηξικέλευθες αλλαγές στον πολιτικό λόγο και τρόπο σκέψης, οι οποίες προϋποθέτουν σύγκρουση.
Και όχι μόνο δεν έχει συμβεί κάτι τέτοιο αλλά ούτε και υπήρξαν παραδείγματα τέτοιας μεταστροφής από όσους έσπευσαν να προσαρμόσουν την πολιτική τους στην… ανάγκη για ενότητα. Με πιο απλά λόγια, το πολυδιαφημιζόμενο μοτίβο περί ενότητας είναι επικίνδυνο, γιατί εύκολα οδηγεί στη δημιουργία ενός νέου είδους πολιτικών: Τους απολιτίκ πολιτικούς. Πολιτικούς που δεν θεωρούν απαραίτητο να αποδείξουν μ’ ένα συγκροτημένο πολιτικό λόγο την πολιτική τους τόλμη και όχι μέσα από νεφελώδεις θέσεις πολλαπλών ερμηνειών. Πολιτικούς που προσπαθούν να μας πείσουν ότι εκείνο που πρωτίστως χρειάζεται ο τόπος και η εποχή μας είναι μετριοπαθές πολιτικό ύφος, συναινετική και μη συγκρουσιακή πολιτική προσέγγιση και ενότητα. Όλα αυτά είναι βεβαίως ωραία και θεμιτά, για να έχουν, ωστόσο, ουσιαστικό περιεχόμενο και αντίκρισμα προϋποθέτουν ένα και μοναδικό πράγμα: Πολιτική τόλμη. Χωρίς πολιτική τόλμη όλες αυτές οι προδιαγραφές είναι κούφιες έννοιες που ανταποκρίνονται στην εικόνα παρά στην όποια ουσία. Και επειδή ακριβώς ζούμε στην εποχή της εικόνας, ο κίνδυνος να πέσουμε σ’ αυτή την παγίδα είναι πολύ πιθανός. Η επίκληση της ενότητας και της μη σύγκρουσης μετατρέπει τον σύγχρονο πολιτικό σε ένα περίπου απολιτικό ον που περιφέρεται με μειλίχια έκφραση και μοιράζει υποσχέσεις νηνεμίας, αποφεύγοντας να εκφράσει θέσεις που μπορεί να ενοχλήσουν ή να του στοιχίσουν ή ακόμα και να τον διαχωρίσουν από τα σάπια. Η ήρεμη πολιτική δύναμη, ωστόσο, δεν σημαίνει πολιτική ατολμία, όπως επίσης η πολιτική τόλμη δεν πρέπει να εξισώνεται με την πολιτική τοξικότητα.
Κι αν κάτι χρειάζεται ο τόπος όσο ποτέ άλλοτε, είναι πολιτικούς με τόλμη και όχι πολιτικούς που να επικαλούνται την ενότητα, κρύβοντας πίσω από αυτή την όποια απροθυμία τους να διαχωρίσουν τη θέση τους από κατεστημένες καταστάσεις και πρόσωπα ή να την ξεκαθαρίσουν όσο πιο ουσιαστικά γίνεται με ρηξικέλευθες προτάσεις. Κακά τα ψέματα, η ενότητα στο παρόν στάδιο δεν μπορεί παρά να είναι επίπλαστη για λόγους που δεν νομίζω ότι χρειάζεται να αναλύσω. Άρα ο πολιτικός που την επικαλείται είτε δεν είναι σε θέση να αναγνωρίσει το προφανές είτε επιλέγει να κρύβεται πίσω από αυτό.