Έγραψα σε ανάρτηση στα ΜΚΔ πόσο αδιανόητο είναι οι κρατικές υπηρεσίες να αναμένουν από τους ανθρώπους της τρίτης ηλικίας να τα βγάλουν πέρα με την τεχνολογία και να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους. Άνθρωποι που υπήρξαν πάντοτε τυπικοί και τακτικοί πρέπει τώρα να εξαρτούνται από τα παιδιά ή τους συγγενείς τους και να αισθάνονται επιπλέον ανησυχία ή άγχος λες και δεν τους φτάνει η αγωνία των γηρατειών. Η «οργισμένη» ανάρτησή μου έγινε μετά από προσωπική εμπειρία, όταν δοκίμασα να βοηθήσω έναν ηλικιωμένο συγγενή μου να εγγράψει την οικιακή του βοηθό στις κοινωνικές ασφαλίσεις –συγκεκριμένα στο σύστημα Εργάνη– δεδομένου ότι δεν υπήρχε κανένας άλλος τρόπος να συμβεί αλλιώς.
Πέραν του ότι το συγκεκριμένο σάιτ δεν είναι καθόλου φιλικό προς τον χρήστη, με αποτέλεσμα να δοκιμάζεται η υπομονή ακόμα και αυτού που διαθέτει μια σχετική άνεση με την τεχνολογία, η προσπάθειά μου να βρω άκρη απέβη άκαρπη, αφού οι οδηγίες χρήσης ήταν μη λειτουργικές και τα τηλέφωνα επικοινωνίας δεν απαντούσαν ποτέ. Μετά από αλλεπάλληλα μηνύματα στον τηλεφωνητή και πολύωρη προσπάθεια κλήσης στα συγκεκριμένα τηλέφωνα το αποτέλεσμα ήταν ένα ολοστρόγγυλο μηδέν και μια οργισμένη ανάρτηση στο φέισμπουκ. Η ανταπόκριση στην ανάρτηση με κοινοποιήσεις και σχόλια ήταν απρόσμενα μεγάλη, γεγονός που αποδεικνύει πως είναι πολύς ο κόσμος ο οποίος ταλαιπωρείται από τη φαεινή ιδέα του κράτους να προχωρήσει στην ψηφιοποιηση των υπηρεσιών του χωρίς προηγουμένως να υπάρξει η δημιουργία μιας ειδικής υπηρεσίας όπως π.χ. είναι τα Κέντρα Εξυπηρέτησης του Πολίτη, που να βοηθά αποκλειστικά τους ηλικιωμένους και τα άτομα που δεν χειρίζονται την τεχνολογία. Πόσο δύσκολο είναι να σκεφτεί ένας ιθύνων νους κάτι τέτοιο; Και πόσο απαράδεκτο είναι να μη λαμβάνονται υπόψιν οι άνθρωποι της τρίτης ηλικίας αλλά και όσοι δεν μπορούν να χειριστούν την τεχνολογία, λες και είναι πολίτες δεύτερης κατηγορίας; Αυτοί, σύμφωνα με την κρατική αντίληψη, τι πρέπει να κάνουν; Γιατί πρέπει να έχουν εκείνοι την έγνοια να ζητήσουν βοήθεια, γιατί πρέπει να βρεθούν στη θέση της εξάρτησης από συγγενείς ή ακόμα και από γείτονες και γιατί πρέπει να νιώσουν την αξιοπρέπειά τους να πλήττεται; Υπάρχει κάποιος «αρμόδιος» να δώσει μια απάντηση σ’ αυτά τα ερωτήματα, τα οποία είναι πολύ πιο ουσιαστικά και επείγοντα από την όποια τεχνολογική αναβάθμιση, διότι φανερώνουν την κρατική νοοτροπία;
Διότι όταν ένα κράτος δεν λαμβάνει υπόψιν όλους τους πολίτες τους και δεν φροντίζει να δημιουργεί τις υπηρεσίες που θα τους διευκολύνουν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους αλλά αντ’ αυτού προάγει και προωθεί τον ηλικιακό ρατσισμό, αυτό δεν λογίζεται ως εκσυγχρονισμός αλλά ως κρατική αναλγησία. Είναι υποχρέωση του κράτους να βρει τρόπους να βοηθήσει όσους πολίτες δεν έχουν γνώση της τεχνολογίας και όχι να τους εξωθεί να αισθάνονται ανεπαρκείς και περιθωριοποιημένοι (και ειδικά σε ένα νησί αυτού του μεγέθους). «Και ’γω που δεν έχω παιδιά τι πρέπει να κάνω;» ρώτησε μια γυναίκα συνταξιούχος τη δημόσια υπάλληλο. «Να βγεις στη γειτονιά να βρεις κάποιον να σε βοηθήσει» ήταν η απάντηση που πήρε. Αυτή είναι η εκσυγχρονισμένη κρατική αντιμετώπιση; Βγες, καημένε πολίτη, στη γειτονιά για να παρακαλάς γείτονες και περαστικούς να σε βοηθήσουν, διότι το κράτος στο οποίο είχες την ατυχία να ζεις και να γεράσεις δεν μπαίνει στον κόπο να βρει τρόπους να σε βοηθήσει; «Τι θέλεις, κυρία μου, να μην εκσυγχρονιστεί το κράτος, γιατί δεν μπορούν να χειριστούν τους υπολογιστές οι ηλικιωμένοι;» είπε μια άλλη δημόσια υπάλληλος με θυμωμένο μάλιστα ύφος σε έναν άλλο πολίτη (στο Ταχυδρομείο αυτή την φορά). Είναι καιρός να αντιδράσουμε όλοι μας και να απαιτήσουμε πάραυτα τη δημιουργία μιας υπηρεσίας που να βοηθά και να εξυπηρετεί τους ηλικιωμένους αλλά και όσους δεν χειρίζονται την τεχνολογία. Και είναι επίσης καιρός οι καθ’ ύλην αρμόδιοι να δώσουν μια απάντηση στο πώς είναι δυνατόν αυτό να συμβαίνει και γιατί εξακολουθούν να το επιτρέπουν να συμβαίνει.