Οκτώ και τέταρτο, πρωί Κυριακής, κάνω τον περίπατο μου, οι ψαλμωδίες από το Καθεδρικό φτάνουν μέχρι τ’αυτιά μου και το λιβάνι που από ώρα κυκλοφορεί στα στενά της γειτονιάς ζαλίζει τα ρουθούνια μου. Στο δρόμο κανείς άλλος δεν περιφέρεται, μόνο γάτες συναντώ απλωμένες στα πεζούλια με ύφος νόμιμου ιδιοκτήτη, δεν τις αδικώ, αυτές είναι άλλωστε που ξέρουν τί πραγματικά συμβαίνει στα σοκκάκια. Περνώ έξω από το Τεκκέ της Εμερκές και στρίβω προς το σχολείο της Φανερωμένης, στο ύψος της πίσω αυλής ακούω στην διαπασών γκόσπελ προσευχές, υπέροχες φωνές που εκτοξεύονται προς τον ουρανό μέσα από κάποιο καταστήμα με καλυμμένες τις βιτρίνες, ποιό απο όλα έχει μετατραπεί σε εκκλησιά αδυνατώ να εντοπίσω, ξέρω όμως πως σ’αυτή την γειτονιά είναι πολλά τέτοια, το καθένα γι’άλλη θρησκεία, με την ίδια ωστόσο ανάγκη του ανθρώπου να έχει ένα τόπο να συνομιλεί με το θεό του.
Οι γκόσπελ προσευχές σμίγουν με τις ψαλμωδίες της Φανερωμένης και ένα αυτοκίνητο των Ηνωμένων Εθνών που μου κόβει το δρόμο έρχεται να προσθέσει στην παράδοξη πραγματικότητα της περιοχής, τα αποσιωπητικά της. Κατευθύνεται προς τα φυλάκια, κάποιος στρατιώτης είναι τώρα κλεισμένος εκεί μέσα και παρακολουθεί γύρω του βαριεστημένα, την δική μου, ωστόσο, προσοχή αποσπά μια νεαρή αλλοδαπή που στέκεται στην γωνιά του δρόμου, απέναντι από το φυλάκιο, με έντονο κόκκινο κραγιόν και μαύρα φτηνιάρικα γυαλιά ηλίου. Τι άραγε κάνει στημένη σ’αυτή την γωνιά διερωτώμαι, βγήκε μόλις από την δική της εκκλησιά ή κάνει πεζοδρόμιο, η αλήθεια ωστόσο είναι πως δεν έχει και τόση σημασία η απάντηση, σημασία έχει ότι μια ανάγκη και μια προσευχή την έφεραν μέχρι εδώ από την άλλη άκρη της γης και σ’αυτό κανείς μας δεν είναι άμοιρος ευθυνών.
Έξω από το πάρκιγκ της Φανερωμένης μυρίζει κάτουρο, βάζω το χέρι στην μύτη και κλείνω τα ρουθούνια, μέχρι και τα γκραφίτι μου φαίνονται κιτρινισμένα, ανοίγω το βήμα μου και κατευθύνομαι στο προαύλιο της εκκλησίας μήπως με σώσει από την βρώμα το λιβάνι, βρίσκω ένα πέτρινο παγκάκι, κάθομαι λαχανιασμένη και δεν προσέχω καν πως παραδίπλα κάποιος κοιμάται στο έδαφος. Εκείνος με ακούει και ξυπνά, το πρόσωπο του είναι γεμάτο τατουάζ, το βλέμμα του αγουροξυπνημένο, χαμένο ή μαστουρωμένο δεν ξεχωρίζω να πω, όπως και νάχει είναι βλέμμα κενό, τίποτα δεν φαίνεται να το διαπερνά, ούτε οι ψαλμοί, ούτε τα γκόσπελ. Πόσες τέτοιες άστεγες ιστορίες κυκλοφορούν ανάμεσα μας, χαμπάρι δεν παίρνουμε και ίσως αυτή νάναι τελικά η πιο σοβαρή μας αδυναμία, πως πάψαμε να αναζητούμε την παραβολή. “Ο ήρωας της παραβολής”, γράφει η Τοκαρτσούκ, “είναι ένας άνθρωπος που ζει κάτω από συγκεκριμένες ιστορικές και γεωγραφικές συνθήκες αλλά ταυτόχρονα υπερβαίνει αυτά τα συγκεκριμένα στοιχεία καθώς γίνεται ο καθένας οπουδήποτε”. “Και είναι η παραβολή”, λέει, “που μπορεί και καθολικεύει την εμπειρία μας βρίσκοντας έναν κοινό παρονομαστή στις διαφορετικές μας μοίρες”.
Ποιος γνοιάζεται όμως για κοινούς παρονομαστές, πιο πολύ γνοιάζεται κανείς να πει την δική του ιστορία του παρά να γίνει ο καθένας. Επιστρέφω πίσω από την Ονασαγόρου, δύο κοπέλες από τις Φιλιππίνες ντυμένες κι’αυτές με τα καλά τους, ενθουσιάζονται με μια βιτρίνα που είναι γεμάτη τεράστιους χνουδωτούς αρκούδους, θέλουν να βγάλουν φωτογραφία, παίρνουν πόζα, μου ζητούν να τις αποθανατίσω και μοιάζουν σαν κοριτσάκια που αρνούνται να πιστέψουν σε κάτι λιγότερο από την αθωότητα. Βγάζω την φωτό και φεύγω, περνώ από την παλιά Αγορά, οι καμπάνες τώρα χτυπούν όλες μαζί συγχρονισμένες και αφηνιασμένες, υποθέτω πως η λειτουργία τέλειωσε, κάποιες ηλικιωμένες κυρίες που εμφανίζονται στο βάθος του δρόμου με το αντίδωρο στο χέρι το επιβεβαιώνουν. Τα ραδιόφωνα πίσω από τα ανοιχτά παραθυρόφυλλα συντονίζονται με τραγούδια λαικά, η μέρα ξυπνά για τα καλά και οι ήχοι που προστίθονται σταδιακά υπακοούν σε τούτη την κυριακάτικη ηρεμία που με κάνει συχνά-πυκνά να αναριωτιέμαι: Τί είναι ακριβώς εκείνο για την αναζήτηση του οποίου συνεχίζουμε τις υπόλοιπες μέρες να αναλωνόμαστε;