Του Σταύρου Χριστοδούλου
Οι δημοσκοπήσεις καταγράφουν μια νέα πολιτική πραγματικότητα, με αποκλίσεις μεν, αλλά σε κάθε περίπτωση κοντά στη μεγάλη εικόνα της ερχόμενης Κυριακής. Το μόνο βέβαιο είναι πως η 10η Ιουνίου δεν θα βρει κανένα κόμμα ανεπηρέαστο. Με θετικό ή αρνητικό τρόπο. Σε παγκύπρια κλίμακα ή σε τοπικό επίπεδο. Οι επερχόμενες εκλογές φαίνεται ότι θα διαταράξουν τις έως τώρα ισορροπίες, με αποτέλεσμα ο κομματικός χάρτης της επόμενης μέρας να είναι ουσιαστικά διαφοροποιημένος. Μια ανάσα βεβαίως πριν από το τελικό αποτέλεσμα, αυτό που μπορούμε να κρίνουμε ή να αναλύσουμε δεν είναι τα κόμματα ως συμπαγείς ενότητες αλλά τους «παίκτες». Τους επικεφαλής δηλαδή και το πολιτικό διακύβευμα για τον καθένα ξεχωριστά.
Στο μέτωπο των λεγόμενων «μικρών» το κομματικό τοπίο μοιάζει με κινούμενη άμμο. Αν δικαιωθούν οι προβλέψεις των δημοσκόπων, είναι απορίας άξιον τι επιφυλάσσει το μέλλον σε πολιτικούς όπως ο Σιζόπουλος, ο Περδίκης ή ο Καρογιάν. Ο πρώτος χρεώνεται όχι απλώς την καθίζηση των ποσοστών ενός ιστορικού κόμματος, αλλά κυρίως τον κατακερματισμό της ταυτότητάς του. Τι είδους σοσιαλιστικό κόμμα είναι αυτό που πολεμά ένα Σύστημα Υγείας με κοινωνικό πρόσημο; Και τι είδους δημοκρατικό κόμμα του κεντρώου χώρου είναι όταν συναντιέται με τη ρητορική της Ακροδεξιάς και των ακραίων εθνικιστών στο εθνικό θέμα; Ο Σιζόπουλος έπαιξε σκληρό κομματικό παιχνίδι απέναντι στην εσωκομματική του αντιπολίτευση και ήρθε η ώρα να πάρει τον λογαριασμό. Η ΕΔΕΚ στα χέρια του μοιάζει με σκιά του παλιού της εαυτού και αν οι ψηφοφόροι συμπεριφερθούν στην κάλπη όπως και στις δημοσκοπήσεις είναι σίγουρο πως δεν θα περάσει αλώβητος από το τσουνάμι της επόμενης μέρας.
Αντίστοιχη τύχη θα έχει και ο Γιώργος Περδίκης, παρόλο που στη δική του περίπτωση είναι αμφίβολο αν απόμεινε κανείς για να τον αμφισβητήσει. Οι Οικολόγοι φυλλορροούν, νιώθοντας την ανάσα του νεοσύστατου Volt στον σβέρκο τους. Η αποχώρηση της Ξάνθου και η μπλαζέ αντιμετώπισή της από την ηγεσία ανέδειξε το μεγαλύτερο πρόβλημα των Κυπρίων Πρασίνων: τον πολιτικό μικρομεγαλισμό τους. Ο Περδίκης, χωρίς καμία συναίσθηση των πολιτικών του κυβικών, χρεώνεται αλλοπρόσαλλες επιλογές στην Τοπική Αυτοδιοίκηση και την πιο φαιδρή πρόταση που έγινε σε αυτές τις εκλογές: τη συνεργασία με το «φαινόμενο Φειδίας» για το ψηφοδέλτιο των ευρωεκλογών. Αν η κάλπη τον τιμωρήσει, θα αναμένουμε λογικά, από στοιχειώδη ευθιξία και μόνο, να συνταξιοδοτηθεί πολιτικά.
Ο Μάριος Καρογιάν είναι μια εντελώς διαφορετική περίπτωση. Ούτε χρεώνεται με κραυγαλέα λάθη κι ούτε, για να είμαστε δίκαιοι, εκτέθηκε με ακραίες επιλογές. Το ερώτημα στη δική του περίπτωση είναι υπαρξιακό: να υπάρχει η ΔΗΠΑ ή να μην υπάρχει; Έτσι κι αλλιώς πρόκειται για ένα κόμμα που δεν εκφράζει κάποιου είδους ιδεολογική ανάγκη, αλλά κεφαλαιοποιεί μια πολιτική συγκυρία. Ένα πελατειακό κόμμα, αμιγώς προσωποκεντρικό, που αν πατώσει στην κάλπη ο αρχηγός του θα περάσει μοιραία στο περιθώριο παροπλισμένος.
Τα πράγματα με το αδελφό ΔΗΚΟ είναι εξίσου σοβαρά, αλλά για εντελώς διαφορετικούς λόγους. Η πίεση που δέχεται το κόμμα από το ΕΛΑΜ δεν έχει να κάνει με την επάρκεια του αρχηγού αλλά με τη νέα κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα. Θα μείνει ο Νικόλας ανεπηρέαστος από το «χειρότερο σενάριο», να βρεθεί δηλαδή στην τέταρτη θέση; Θεωρητικά όχι και φυσικά δεν είναι τυχαίο ότι κάποιοι διακινούν το όνομα της Χριστιάνας Ερωτοκρίτου στη μάχη της διαδοχής. Η πραγματικότητα βέβαια είναι πως ο Νικόλας συνεχίζει να έχει ισχυρά κομματικά ερείσματα που μάλλον θα του επιτρέψουν να απορροφήσει τους κραδασμούς.
Για τους δύο «μεγάλους παίκτες» δεν φαίνεται το όποιο εκλογικό αποτέλεσμα να επηρεάζει την κομματική τους επικυριαρχία. Ο μεν Στέφανος ηγείται ενός κόμματος με τα λιγότερα εσωτερικά μέτωπα ανοιχτά. Η δε Αννίτα μπορεί να έχει πολλά μέτωπα να διαχειριστεί, κυρίως σε τοπικό επίπεδο, συνεχίζει όμως να απολαμβάνει υψηλή δημοτικότητα, η οποία λειτουργεί και σαν ασπίδα για τους δελφίνους. Η πρωτιά είναι περισσότερο θέμα γοήτρου, αλλά το αληθινό διακύβευμα αφορά στο ποσοστό που θα τους επιτρέψει να διατηρήσουν τον πρωταγωνιστικό τους ρόλο και την επόμενη ημέρα.