Του Σταύρου Χριστοδούλου
Με ένα πρόχειρο ψάξιμο βρήκα αρκετά κείμενά μου για τον Αρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο. Στον ολότητά τους επικριτικά, καθώς ο δημόσιος λόγος του υπήρξε κατά την άποψή μου ό,τι πιο τοξικό και προσβλητικό για τους δημοκρατικά σκεπτόμενους πολίτες. Δεν τον γνώριζα ως άνθρωπο, οπότε δεν έχω ιδίαν αντίληψη των χαρισμάτων που ενδεχομένως να είχε στις διαπροσωπικές του σχέσεις. Το επιχειρηματικό του δαιμόνιο επίσης, προσόν που πολλοί του αποδίδουν, ομολογώ πως ουδέποτε με εντυπωσίασε. Αντιθέτως, πεποίθησή μου ήταν ανέκαθεν ότι το πάθος του για τα χρήματα δεν άρμοζε στην πνευματικότητα που θα έπρεπε να διακρίνει έναν ιεράρχη.
Ήταν όμως η έλλειψη πνευματικότητας το μεγαλύτερο πρόβλημα του μακαριστού Αρχιεπισκόπου; Δυστυχώς, για το σχήμα του αλλά και τον θεσμό που εκπροσωπούσε, η απάντηση είναι αρνητική. Το πρόβλημα ήταν ευρύτερο και βαθιά πολιτικό. Γιατί τι άλλο από πολιτικό ήταν το χάιδεμα του αδελφού κόμματος της εγκληματικής οργάνωσης Χρυσή Αυγή, όταν τους αποκάλεσε «καλά παιδιά»; Αλλά και η δήλωσή του ότι οι ομοφυλόφιλοι είναι «ξετσίπωτοι», δεν απευθυνόταν στα πιο συντηρητικά ένστικτα της κοινωνίας; Κι έπειτα ήταν όλα εκείνα τα θλιβερά γεγονότα, κατώτερα των περιστάσεων σίγουρα και υπονομευτικά του κύρους του προκαθήμενου της Εκκλησίας… Όπως η κλοπή τόνων άμμου από προστατευόμενη παραλία, η ανέγερση ξενοδοχείου πάνω από αρχαιότητες, η εισφορά από διαβόητο καταζητούμενο για απόκτηση διαβατηρίου και τόσα άλλα. Τα οποία και να θέλουμε να τα προσπεράσουμε, για χάριν της υστεροφημίας του, δεν μπορούν να διαγράψουν την απροκάλυπτη παραδοχή του: «Είπα του Αναστασιάδη ότι είναι καιρός να σταματήσουμε όλοι να κλέβουμε, βάζω και τον εαυτό μου μέσα». Αυτή η πρόταση εμπεριέχει δυστυχώς όλη την αμετροέπεια, τον κυνισμό και το νεφέλωμα της διαπλοκής που καταδυναστεύει την πατρίδα μας εδώ και δεκαετίες.
Γράφτηκαν πολλά την τελευταία βδομάδα, ανάμεσά τους και πολλές «αγιογραφίες». Στη δική μου την αντίληψη όμως το Υστερόγραφο πρέπει να διαπνέεται –αν μη τι άλλο– από ειλικρίνεια. Η πορεία του Αρχιεπισκόπου ήταν διάσπαρτη από ψηλά βουνά και βαθιές χαράδρες. Την τελική αποτίμηση θα την κάνει βεβαίως η Ιστορία. Ο εξωραϊσμός που επιχειρούν διάφοροι αυτές τις ημέρες πέρα από υποκριτικός είναι και μη γόνιμος. Άλλο πράγμα είναι ο σεβασμός στο πένθος και άλλο η παραποίηση της πραγματικότητας. Αναφέρομαι ιδιαίτερα σε κάποιους φερέλπιδες πολιτικούς, οι οποίοι διαθέτουν μάλλον επιλεκτική μνήμη. Για να το πούμε λαϊκά και με κάθε σεβασμό στη μνήμη του Αρχιεπισκόπου: Είτε υπερασπίζεσαι τα ανθρώπινα δικαιώματα είτε τη ρητορική μίσους. Και τα δύο πάντως δεν γίνεται. Με άλλα λόγια, σε αυτή τη ζωή επιλέγουμε όχθη, πονηρέ πολιτευτή, αναλαμβάνοντας και το αντίστοιχο πολιτικό κόστος.
Η διαδοχή στον Αρχιεπισκοπικό θρόνο μας βρίσκει στη μέση μιας προεκλογικής περιόδου που αποφασίζουμε για το μέλλον μας. Τι Κύπρο θέλουμε; Αυτό είναι το βασικό ερώτημα που πρέπει ν’ απαντήσουμε με αίσθημα ευθύνης για εμάς και για τις επόμενες γενιές. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσονται και οι εξελίξεις στην ιεραρχία της Εκκλησίας. Θέλουμε μια Κύπρο με ξεκάθαρο διαχωρισμό κράτους - Εκκλησίας; Ένα κοσμικό κράτος με ευρωπαϊκό χαρακτήρα όπου οι παπάδες θα περιορίζονται στα του οίκου της; Ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος πάνω από το ράσο φόραγε το κοστούμι της πολιτικής. Μίλαγε σαν πολιτικός και ενεργούσε σαν επιχειρηματίας. Αυτό επιθυμούμε και για τον καινούργιο;
Θέλω να ελπίζω ότι είμαστε πλέον σε θέση ως λαός να σκεφτούμε με όρους του 21ου αιώνα. Ο τόπος μας υποφέρει από σκοταδιστικές απόψεις που μας κρατούν καθηλωμένους στο παρελθόν. Απόψεις τοξικές, φοβικές, με θύματα όσους δεν εντάσσονται στο «μοντέλο» πατρίς – θρησκεία – οικογένεια. Με οσφυοκάμπτες πολιτικούς, οι οποίοι αισθάνονται την ανάγκη να επιδίδουν τα διαπιστευτήριά τους σε ιεράρχες, με υπουργούς Παιδείας που επιζητούν τις ευλογίες της Εκκλησίας και με κομματάρχες που προσδοκούν σε εκλογικά οφέλη από την εύνοια του προκαθήμενου. Είναι καιρός να μπει μια τελεία σε αυτή τη σαθρή πραγματικότητα που μας κληροδότησε το κράτος του ’60. Ίσως έτσι, αν δούμε τον θάνατο του Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου μέσα από αυτό το πρίσμα, μπορεί να προκύψει και κάτι χρήσιμο για τον τόπο.