Του Σταύρου Χριστοδούλου
Λογικό είναι στις δημοσκοπήσεις το ενδιαφέρον να εστιάζεται στα ποσοστά των υποψηφίων προέδρων. Στην τελευταία έρευνα του ΡΙΚ όμως, βρήκα εξίσου ενδιαφέρουσα μια κάρτα που καταγράφει τα συναισθήματα των πολιτών στη φάση που βρισκόμαστε: 28% δηλώνουν απογοητευμένοι, 26% είναι ανήσυχοι, 17% αισθάνονται οργισμένοι. Είναι και κάποιοι που λυπούνται (6%) και κάποιοι άλλοι που νιώθουν ντροπή (6%) για τη χώρα μας. Όσο για εκείνους που ακόμα ελπίζουν; Αυτοί δυστυχώς δεν ξεπερνούν το θλιβερό 4%, μια ασήμαντη μειοψηφία δηλαδή μπροστά στην καθολική απαξίωση. Αν σε αυτή την εικόνα προσθέσουμε και την άποψη για τη διαφθορά (69% πιστεύουν ότι η Κύπρος είναι μία διεφθαρμένη χώρα) τότε καταλαβαίνουμε ότι δεν φταίει ο γιαλός. Εμείς, ως κράτος, στραβά αρμενίζουμε.
Δεν ξέρω αν έχει νόημα να επαναλάβουμε τα της διαφθοράς και της διαπλοκής για νιοστή φορά. Αν και ακούγοντας τον Πρόεδρο να μιλάει στον Γιάννη Καρεκλά για τους γαλαντόμους Σαουδάραβες φίλους του («Νιώθουν τρομερή ικανοποίηση, αν τους καταδεχτείς ενόσω είσαι φίλος») σκέφτομαι ότι όσο οι κυβερνώντες υποτιμούν τη νοημοσύνη μας τόσο εμείς οφείλουμε να επαναλαμβάνουμε τα αυτονόητα. Αλλά ας τα αφήσουμε αυτά στην άκρη για λίγο – τα διαβατήρια, τη θεσμική διαφθορά, τη σύγκρουση συμφέροντος. Κι ας επικεντρωθούμε σε κάτι πολύ πιο απλό: μια υπόθεση διορισμού. Αναφέρομαι στον διορισμό του Κώστα Χαμπιαούρη στην Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (ΕΕΥ), ένα γεγονός που αποτυπώνει ανάγλυφα την έννοια του βαθέος κράτους. Αυτού του κράτους που βολεύει τους ημετέρους χωρίς τα αξιοκρατικά κριτήρια.
Αξίζει πιστεύω να φρεσκάρουμε τη μνήμη μας ποιος είναι αυτός ο κύριος, ο οποίος θα απολαμβάνει αμοιβή 90.000 ευρώ ετησίως για τα επόμενα έξι χρόνια. Τον γνωρίσαμε ως υπουργό, όταν το 2018 ο Νίκος Αναστασιάδης του εμπιστεύτηκε το χαρτοφυλάκιο της Παιδείας. Η θητεία του δεν εξάντλησε τη διετία, παρόλα αυτά πρόλαβε να δώσει ένα ξεκάθαρο πολιτικό στίγμα. Συναντήθηκε με την ηγεσία του ακροδεξιού ΕΛΑΜ και ανερυθρίαστα δήλωσε: «Θέλω να ξέρετε ότι οι αξίες και αρχές που έχετε αναφέρει είναι και δικές μας αξίες και δικές μας αρχές». Όσοι δε αμφέβαλλαν κατά πού πήγαινε το καράβι, έλαβαν το ξεκάθαρο μήνυμα, όταν ξεδίπλωσε το όραμά του: «Σε συνεργασία με τους κοινωνικούς φορείς και την Εκκλησία θα κάνουμε την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση» δήλωσε και ο νοών νοείτω. Υπήρξε βεβαίως και μια άλλη δήλωση, ατυχής μάλλον, αλλά την καταγράφουμε καθώς τα γραπτά μένουν: «Ένα απτό παράδειγμα της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης είναι η τοποθέτηση ψυκτών νερού στα Λανίτεια Εκπαιδευτήρια». Με τούτα και με κείνα, ο εκλεκτός του Προέδρου Αναστασιάδη τα έκανε μαντάρα. Τόσο πολύ, που κατάφερε να βγάλει πάνω από 10.000 εκπαιδευτικούς στον δρόμο! Μετά κι απ’ αυτό, ο ανασχηματισμός ήταν θέμα χρόνου.
Το βαθύ κράτος όμως δεν αποθαρρύνεται, όταν πρέπει να προστατεύσει τα εκλεκτά τέκνα του. Γι’ αυτό και ο Κώστας Χαμπιαούρης σύντομα βολεύτηκε σε μια άλλη καρέκλα, αυτήν του Επιτρόπου Ανάπτυξης Ορεινών Κοινοτήτων. Ομολογώ πως δεν είμαι σε θέση να εξηγήσω το job description, γιατί δεν το κατάλαβα. Αν και δεν έχει πια τόση σημασία, αφού ο τέως υπουργός και επίτροπος κατέλαβε μια ασφαλή θέση στην ΕΕΥ χωρίς να ανησυχεί ποιος θα εκλεγεί τον Φεβρουάριο του 2023. Το είπαμε και πριν: το βαθύ κράτος φροντίζει τα παιδιά του. Με αδιαφανή κριτήρια και παρωχημένες πρακτικές, στον αντίποδα της κουλτούρας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Μια άλλη πτυχή, εξίσου προκλητική, έχει να κάνει με την πολιτική διάσταση του διορισμού. Στο γεγονός δηλαδή ότι ο τέως υπουργός θα αξιολογεί πρόσωπα με τα οποία βρέθηκε σε ευθεία σύγκρουση. Πώς είναι δυνατόν να διορίζεται ένα τόσο αμφιλεγόμενο πρόσωπο σε μια τόσο ευαίσθητη υπηρεσία; Το ερώτημα απευθύνεται στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και είναι βεβαίως ρητορικό. Γιατί, όπως όλοι καταλάβαμε, ο Νίκος Αναστασιάδης έχει άλλες προτεραιότητες στην εκπνοή της θητείας του. Φροντίζει για την υστεροφημία του και σπεύδει να τακτοποιήσει τους πολιτικούς του φίλους. Κι ύστερα αναρωτιόμαστε, γιατί σε όλες τις δημοσκοπήσεις η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών θεωρεί ότι η χώρα βρίσκεται σε λάθος κατεύθυνση.