Του Σταύρου Χριστοδούλου
Κάνω πολλά χρόνια αυτή τη δουλειά. Πάνω από τριάντα. Όλο αυτό τον καιρό ήταν σπάνιες οι περιπτώσεις που ένιωσα την ανάγκη να γράψω θετική άποψη για κάποιον πολιτικό. Αφενός επειδή πιστεύω ότι ο ρόλος ημών των δημοσιογράφων δεν είναι να ξεσκονίζουμε το πέτο της εξουσίας. Κι αφετέρου, αν θέλουμε να είμαστε χρήσιμοι, δεν έχουμε παρά ν’ αναδεικνύουμε τη λοξή ματιά στα γεγονότα και να ψέγουμε τα κακώς κείμενα. Είναι όμως κάτι στιγμές, σπάνιες αλήθεια, που το καλό υπερβαίνει την καχυποψία μας απέναντι στους επαγγελματίες της πολιτικής. Κάτι στιγμές που λες ότι μπορεί και να υπάρχει ελπίδα, νέοι άνθρωποι να πάρουν τον τόπο ένα βήμα μπροστά. Δεν ανήκω σε αυτούς που θεωρούν το νεαρό της ηλικίας νομοτέλεια για τον εκσυγχρονισμό. Κυρίως γιατί έχω γνωρίσει πολλούς νέους ανθρώπους με σκουριασμένα μυαλά, αλλά και γιατί εκεί έξω αρκετοί από αυτούς διαγκωνίζονται, δυστυχώς, για μια θέση στην πολιτική αρένα.
Ο Γιώργος Κουκουμάς είναι 40 ετών. Μπήκε στη Βουλή πρόσφατα, για πρώτη φορά το 2021 ως βουλευτής του ΑΚΕΛ της εκλογικής περιφέρειας Αμμοχώστου. Είναι επίσης το πρόσωπο που ανέλαβε την πρωτοβουλία για την κατάθεση πρότασης Νόμου ο οποίος ποινικοποιεί τις ψευδοθεραπείες μεταστροφής. Η ομιλία του στη Βουλή, την περασμένη Πέμπτη, ήταν μία από εκείνες τις στιγμές που δίνουν νόημα και περιεχόμενο στην πολιτική. Την πολιτική που δεν εξυπηρετεί απλώς καριέρες ή κομματικές ατζέντες, αλλά είναι χρήσιμη για τις ζωές των ανθρώπων. Ξεκίνησε λέγοντας κάτι απλό: «Το κεντρικό ερώτημα που πρέπει να απαντήσει ο καθένας και η καθεμιά στην αίθουσα: Πρέπει να απαντήσει αν θεωρεί ότι τα ΛΟΑΤΙ άτομα είναι άρρωστα που πρέπει να θεραπευτούν. Αν θεωρεί ότι τα ΛΟΑΤΙ άτομα είναι βιολογικά, πνευματικά ή ηθικά προβληματικά και υποδεέστερα που πρέπει να διορθωθούν».
Εγώ θα το θέσω πιο απλά: Μίλησε για το αυτονόητο. Για τα δικαιώματα. Για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια που τον 21ο αιώνα θα έπρεπε να θεωρείται αδιαπραγμάτευτη. Ήταν βαθιά πολιτική η ομιλία του κυρίου Κουκουμά. Αλλά ήταν επίσης και ένα απτό παράδειγμα για τον ρόλο που οφείλει να παίξει η Αριστερά, εάν επιμένει να επικαλείται τον προοδευτικό της χαρακτήρα. Ιδού ένα χαρακτηριστικό δείγμα γραφής: «Πλέον είμαστε στο διά ταύτα. Όποιος βουλευτής και όποιο κόμμα φοβάται ή αρνείται να παίρνει θέση σε αυτά τα ζητήματα, φοβάται ή αρνείται να πει ξεκάθαρα τις θέσεις του, τότε θα βρίσκει εσαεί δικαιολογίες και θα ψάχνει λεκτικούς ακροβατισμούς για να κρυφτεί, αντί να δώσει με παρρησία τη μάχη απέναντι στη συντήρηση. Όμως, τα ανθρώπινα δικαιώματα, η αξιοπρέπεια, η ισότητα δεν είναι ευκαιρία για δημόσιες σχέσεις στο pride, ούτε post με πολύχρωμες σημαίες στο Facebook. Είναι αγώνας, αγώνας διαρκείας που δίνουμε μέσα κι έξω από τη Βουλή για να πάει η κοινωνία μπροστά. Με συγκρούσεις και ρήξεις, όταν χρειάζεται. Για να εξαλειφθούν οι διακρίσεις στις νομοθεσίες και τις πρακτικές του κράτους αλλά και στις αντιλήψεις της κοινωνίας».
Ναι, είμαστε στο διά ταύτα. Ο καθένας επιλέγει σε ποια όχθη θα σταθεί και αναλαμβάνει την ατομική του ευθύνη. Οι πολιτικοί επωμίζονται και κάτι επιπλέον: το πολιτικό κόστος. Το λέω αυτό γιατί ο τόπος είναι μικρός και γνωριζόμαστε. Όταν πολιτεύεσαι, ιδιαίτερα στην επαρχία, εξαρτάσαι από τις ψήφους ανθρώπων που η ζωή απέδειξε ότι στα θέματα των δικαιωμάτων διαθέτουν μειωμένα αντανακλαστικά. Για να το πούμε κι αλλιώς, ο συντηρητισμός δεν χαρακτηρίζει μόνο τα κόμματα του δεξιού τόξου. Ο συντηρητισμός απλώνεται οριζόντια σε όλη την κοινωνία, από τα αριστερά ως τα δεξιά. Γι’ αυτό αναφέρθηκα πριν σε πολιτικό κόστος. Γιατί προσθέτει στη σπουδαιότητα της πράξης του βουλευτή, ο οποίος έκλεισε την εισήγησή του, για την πρόταση νόμου, με μια μεγάλη πολιτική αλήθεια: «Δεν αφορά μόνο τη συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων, αφορά τι είδους κράτος, τι είδους κοινωνία θέλουμε να είμαστε. Αν θα είμαστε με την επιστήμη ή με το μεσαίωνα. Με τα ανθρώπινα δικαιώματα ή με την ανοχή στον ανθρώπινο εξευτελισμό. Με την πρόοδο, ή με την οπισθοδρόμηση».