Του Σταύρου Χριστοδούλου
Ας πιάσουμε το νήμα από εκεί που το αφήσαμε την περασμένη Κυριακή: «Την τελευταία δεκαετία το αβγό του φιδιού δεν επωάστηκε απλώς. Εκκολάφθηκε και οδήγησε στον εκφασισμό σημαντικού μέρους της ελληνικής κοινωνίας». Για να το κατανοήσουμε, θα πρέπει να κάνουμε ένα χρονικό άλμα. Τρεις δεκαετίες πριν. Το μακρινό 1992, όταν καταγράφηκε η πρώτη ρατσιστική επίθεση της Χρυσής Αυγής, σε συγκέντρωση στην Αθήνα για το Μακεδονικό με θύματα αντιεξουσιαστές φοιτητές της ΑΣΟΕΕ. Το 1996 έγινε η επίθεση σε συνεργείο μελών της ΟΣΕ που έκανε εξόρμηση με την εφημερίδα «Εργατική Αλληλεγγύη». Το 1998 θεωρείται έτος ορόσημο για τη δράση της ελληνικής ακροδεξιάς, καθώς σημαδεύτηκε από την απόπειρα ανθρωποκτονίας του Δημήτρη Κουσουρή. Δράστης, το μέλος του Πολιτικού Συμβουλίου της Χρυσής Αυγής Αντώνιος «Περίανδρος» Ανδρουτσόπουλος. Το 2002 ομάδα κρούσης επιτέθηκε σε διερχόμενους φοιτητές στις οδούς Σολωμού και Γ΄ Σεπτεμβρίου. Ο ένας απ’ αυτούς φόραγε παλαιστινιακή μαντίλα. Η μεγάλη έξαρση των επιθέσεων σε βάρος μεταναστών καταγράφεται την τετραετία 2008-2012, στο κέντρο της Αθήνας, ιδιαίτερα στον Άγιο Παντελεήμονα. Το 2008 έγινε η επίθεση με σκεπάρνια και μαχαίρια σε αναρχικό στέκι στα Πετράλωνα, ένα αληθινό μακελειό, όπου μαχαιρώθηκαν δύο άτομα. Το 2011 έγινε το μεγαλύτερο πογκρόμ στην Αθήνα. Μετά τη δολοφονία του Μανώλη Καντάρη ξεκίνησαν εκδηλώσεις διαμαρτυρίας οι οποίες κατέληξαν σε μια πρωτοφανή αγριότητα με θύματα αλλοδαπούς. Μπροστά βρίσκονταν οι κρανοφόροι με τον Κασιδιάρη και πίσω ακολουθούσαν πολίτες «της διπλανής πόρτας». Το πογκρόμ προκάλεσε δεκάδες τραυματισμούς και το μαχαίρωμα ενός υπηκόου Μπαγκλαντές. Το 2012 σημαδεύτηκε από τη δολοφονική επίθεση σε Αιγύπτιους αλιεργάτες, ενώ την ίδια χρονιά έγιναν και οι επιδρομές των χρυσαυγιτών στις λαϊκές. Το αποκορύφωμα της εγκληματικής δράσης της Χρυσής Αυγής ήταν η δολοφονία του Παύλου Φύσσα το 2013, η οποία οδήγησε και στην καταδίκη τους, κλείνοντας μία από τις πιο σκοτεινές σελίδες της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Όποιος ενδιαφέρεται να ενημερωθεί για τη δράση των νεοναζί στην Ελλάδα, προτείνω να διαβάσει τη συγκλονιστική αγόρευση στη δίκη της Χρυσής Αυγής του Θανάση Καμπαγιάννη («Με τις μέλισσες ή με τους λύκους», Εκδόσεις Αντίποδες).
Αυτά, για να μη λέμε ότι δεν ξέραμε. Για να μην υποκρινόμαστε –μάλλον– ότι δεν ξέραμε. Γιατί τα περιστατικά ρατσιστικής βίας δεν προκύπτουν έτσι ξαφνικά, εν μια νυκτί. Υπάρχει προϊστορία την οποία οφείλουμε να γνωρίζουμε. Στην Ελλάδα οι φιλήσυχοι πολίτες σφύριζαν αδιάφορα ενόσω το πρόβλημα δεν χτύπαγε την πόρτα τους. Η ανοχή τους εξέθρεψε τον φασισμό. Γιατί οι θρασύδειλοι φασίστες πάντοτε ξεκινούν με πιο ήπια περιστατικά κι όσο δεν βρίσκουν αντιστάσεις κλιμακώνουν την εγκληματική τους δράση. Δολοφονίες όπως του Παύλου Φύσσα, αποτελούν την κατάληξη μιας διαδρομής διάσπαρτης με εκφοβισμό και τραμπουκισμούς. Εν ονόματι της τάξης βεβαίως και με άλλοθι τον φόβο, την ανασφάλεια και την αγανάκτηση των πολιτών. Ό,τι ακριβώς δηλαδή συνέβη και στη Χλώρακα.
Δικαιούνται οι κάτοικοι της Χλώρακας να είναι αγανακτισμένοι με την κατάσταση που επικρατεί στο χωριό τους; Προτού βιαστούμε να απαντήσουμε, πρέπει να βγούμε από τη βολή των κλιματιζόμενων γραφείων μας και να σκεφτούμε τι θα συνέβαινε αν τα γεγονότα λάμβαναν χώρα στη γειτονιά μας. Αν δηλαδή ο κραυγαλέα ανεπαρκής Νουρής, εν τη σοφία του, δημιουργούσε μια υγειονομική βόμβα έξω από την πόρτα μας. Όπως έκανε και στη Χλώρακα. Όπου όχι μόνο δεν έβαλε λουκέτο στο κτίριο (παρότι υπήρχε σχετική απόφαση) αλλά έκοψε το νερό, το ρεύμα και σταμάτησε την αποκομιδή των σκουπιδιών, θεωρώντας ότι έτσι δημιουργούσε πίεση στους μετανάστες για να το εγκαταλείψουν. Δεν έχουν άδικο λοιπόν οι κάτοικοι να δυσφορούν και να διαμαρτύρονται. Έχουν άδικο, όμως, όταν επιτρέπουν σε ακροδεξιά στοιχεία να χρησιμοποιούν την αγανάκτησή τους διενεργώντας πογκρόμ.
Το απόστημα έσπασε κι αποκάλυψε μια πληγή που κακοφορμίζει. Η διαχείριση του μεταναστευτικού απαιτεί σχέδιο και πολιτική βούληση για την εφαρμογή του. Αλλά και ανθρωπιά. Από ένα κράτος προσφύγων είναι το λιγότερο που θα μπορούσε να αναμένει κανείς. Για να μη λέμε μετά, όταν φτάσουμε στα χειρότερα, ότι δεν ξέραμε.