Του Σταύρου Χριστοδούλου
Αναρωτιέμαι τι είναι χειρότερο: το γεγονός ότι ο μέχρι πρόσφατα αντιπρόεδρος του ΔΗΣΥ θα κατέλθει στις εκλογές με το ψηφοδέλτιο του ΕΛΑΜ, ή ότι ένα κόμμα αυτού του μεγέθους κρέμεται από τα χείλη ενός πολιτικού προσώπου μετρίου βεληνεκούς; Έχω την άποψη ότι το δεύτερο υπερισχύει συντριπτικά. Γι’ αυτό θεωρώ πιο σημαντική την περίοδο της αναμονής ανακοίνωσης της απόφασης από την κατάληξη. Μια βασανιστική περίοδος για τον Δημοκρατικό Συναγερμό, η οποία χαρακτηρίσθηκε από εκνευρισμό, άγχος και αμηχανία διαχείρισης μιας ακόμα εσωκομματικής κρίσης.
Αξίζει να διαβάσουμε προσεκτικά την ανάρτηση του Πέτρου Δημητρίου, ο οποίος συνυπήρξε με τον Μάριο Πελεκάνο στην κυβέρνηση Αναστασιάδη. Και όχι μόνο βεβαίως, αφού τον συνοδεύει η φήμη ότι αυτός τον προώθησε στη θέση του κυβερνητικού εκπροσώπου. Δήλωσε ο πρώην υφυπουργός παρά τω προέδρω: «Η επιλογή του Μάριου Πελεκάνου να συνομιλήσει και μόνο με άλλο πολιτικό κόμμα, συνθλίβει σειρά από επίπλαστα ψευδοδιλήμματα που εδώ και καιρό επιστρατεύονται για να κρύψουν το πρόβλημα. Η κρίση στον ΔΗΣΥ είναι εξόχως πολιτική και ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα των εκλογών θα κατατρώει το κόμμα μέχρι να παραδεχτούμε επιτέλους το πρόβλημα, με την ευχή να μην είναι αργά. Μέχρι τότε θα παρακολουθούμε πλιάτσικο στις πλάτες του ιστορικότερου κόμματος του τόπου με μια ηγεσία ανήμπορη να αντιδράσει».
Η κρίση είναι εξόχως πολιτική αλλά με ρίζες πολύ πιο πέρα από το σημερινό πολιτικό τοπίο. Είναι μάλιστα μια κρίση με ιδεολογικά χαρακτηριστικά, στον βαθμό που απηχεί τις διαφορετικές τάσεις στο κόμμα. Ο Συναγερμός, ως κόμμα εξουσίας, είναι απολύτως φυσιολογικό να στεγάζει διαφορετικά ρεύματα και πολιτικές τάσεις: από τους θιασώτες του κοινωνικού φιλελευθερισμού και τους εκσυγχρονιστές, μέχρι τους νεοφιλελεύθερους και τους εκπροσώπους της λαϊκής Δεξιάς. Το ερώτημα είναι πού τραβιέται η γραμμή. Οι λοξές ματιές προς την άκρα δεξιά είναι ένα επικίνδυνο παιχνίδι που μπορεί να οδηγήσει σε περιπέτειες με ανυπολόγιστες συνέπειες.
Το φαινόμενο δεν είναι βεβαίως καινούργιο, καθώς η ώσμωση με δυνάμεις εκτός του δημοκρατικού τόξου ανάγεται στη δεκαετία του ’70, όταν ο Γλαύκος Κληρίδης ίδρυσε το κόμμα. Αν όμως τότε ο κλάδος ελαίας και το τέλος του διχασμού ήταν η δικαιολογία για την κοινοβουλευτική νομιμοποίηση των πραξικοπηματιών, το τι ακολούθησε ήταν μια στρατηγική απόφαση ζυγισμένη σε ψήφους. Ο ΔΗΣΥ αντλούσε από τα εθνικόφρονα σωματεία με αντάλλαγμα τη διατήρηση ενός ακροδεξιού βραχίονα στον κομματικό του μηχανισμό. Η υποψηφιότητα της Ελένης Σταύρου, για να μείνουμε στα πιο πρόσφατα, είναι μια τέτοια περίπτωση. Τα λέω αυτά επειδή η «συνομιλία» του Πελεκάνου με το ΕΛΑΜ δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Όσοι το πιστεύουν αυτό απλώς κοροϊδεύουν τους εαυτούς τους. Ο συγκεκριμένος πολιτεύτηκε με ακροδεξιά ατζέντα (μεταναστευτικό, ΛΟΑΤΚΙ, εθνικιστική ρητορική κ.ά.) και με την ανοχή του κόμματός του. Με αυτή την ατζέντα ανέλαβε ρόλο στην κυβέρνηση Αναστασιάδη κι έτσι αναρριχήθηκε στην ανώτατη ιεραρχία του ΔΗΣΥ. Εκείνο λοιπόν που πρέπει να προβληματίσει δεν είναι ο «αρραβώνας» Πελεκάνου – ΕΛΑΜ, αλλά το απροκάλυπτο φλερτ ενός πρωτοκλασάτου στελέχους του ΔΗΣΥ με όλα όσα πρεσβεύει το κόμμα της κυπριακής Ακροδεξιάς (και αδελφό κόμμα της νεοναζιστικής Χρυσής Αυγής για να μην ξεχνιόμαστε).
Υγ. 1: Οι σκέψεις αυτές γράφτηκαν στον «προθάλαμο» της αναμονής των μεγάλων αποφάσεων. Το γεγονός ότι ο Μάριος Πελεκάνος θα κατέλθει τελικά ως υποψήφιος ευρωβουλευτής με το ΕΛΑΜ, θα έχει ενδεχομένως επιπτώσεις στο εκλογικό σκηνικό αλλά δεν είναι κατά την άποψή μου το μείζον. Το πολύ σημαντικό εδώ είναι η κανονικοποίηση του ΕΛΑΜ ως ένα ακόμα κόμμα της Δεξιάς και η αδυναμία του ΔΗΣΥ να κρατήσει αποστάσεις από την τοξικότητα της Ακροδεξιάς.
Υγ. 2: Φαινομενικά άσχετο, πλην όμως επίκαιρο. Το ECR (με πρόεδρο την Τζόρτζια Μελόνι και φυσικούς συμμάχους στην Κύπρο το ΕΛΑΜ) διοργανώνει την ερχόμενη βδομάδα Culture Weekend με θέμα συζήτησης τις «προκλήσεις για την ασφάλεια και την ενέργεια σε μια συντηρητική Ευρώπη». Ανάμεσα στους ομιλητές περιλαμβάνεται και το όνομα του υπουργού Ενέργειας Γιώργου Παπαναστασίου. Προφανώς τα περί κανονικοποίησης της Ακροδεξιάς δεν αγγίζουν την κυβέρνηση.