Του Σταύρου Χριστοδούλου
Είναι παντού. Στο διπλανό αμάξι, στο απέναντι διαμέρισμα, στο πίσω γραφείο. Δεν έχει σημασία αν είναι άντρας ή γυναίκα, αν διαθέτει πτυχία ή αν τα χνώτα του ταιριάζουν με τα δικά μας. Όλα αυτά θα σήμαιναν ενδεχομένως κάτι εάν διακρινόταν μέσα στο πλήθος. Κάποια περιοδικά και sites της συμφοράς βρήκαν τον τρόπο να ξεχωρίσουν την ήρα από το στάρι. Επινόησαν τους «επώνυμους» κι έριξαν στον Καιάδα της ανωνυμίας όλους τους άλλους. Τους πολλούς, πλην όμως αθέατους χιλιάδες άλλους. Αλλά εκείνοι, σε πείσμα της επαρχιώτικής μας νοοτροπίας, συνεχίζουν να καθορίζουν το κοινωνικό γίγνεσθαι αυτής της μικρής χώρας που υποδύεται το κανονικό κράτος.
Είναι αόρατοι. Γιατί δεν θα τους δεις στα εστιατόρια που τρώει «όλη η Λευκωσία», ούτε στις πρώτες σειρές των θεάτρων, ούτε καν στο Twitter των ολίγων και εκλεκτών. Είναι αόρατοι επειδή πληρώνουν το τίμημα της κανονικότητάς τους, αυτό που οι δημοσκόποι προσδιορίζουν ως «μέσο όρο». Τα παιδιά τους δεν φοιτούν σε ιδιωτικά σχολεία και τα σπίτια τους δεν τα φροντίζουν εσωτερικές οικιακοί βοηθοί. Κοντολογίς, δεν ανήκουν στην κάστα των προνομιούχων. Αυτών που συναγελάζονται με πολιτικούς, δημοσιογράφους, οικονομικούς παράγοντες και παράγοντες γενικώς. Φυσικά και δεν πρόκειται για μια ομοιογενή μάζα. Το πάλαι ποτέ προλεταριάτο μετεξελίχθηκε σε μια μεσαία τάξη πολλαπλών ταχυτήτων, που παλεύει νυχθημερόν για να διατηρήσει τα κεκτημένα της. Αυτούς που σπουδάζουν τα παιδιά τους, γιατί από κάπου πρέπει να αγκιστρωθεί η ελπίδα, αλλά χρόνο με τον χρόνο αισθάνονται τον οικονομικό κλοιό να γίνεται πιο ασφυκτικός. Αν ακούγαμε τη φωνή τους, ίσως να γνωρίζαμε περισσότερα για τις υποθηκευμένες ζωές που τους έλαχαν. Τι πάει να πει «υποθηκευμένη» ζωή; Αυτή που αγωνίζεται να κρατηθεί όρθια, με αξιοπρέπεια, χωρίς δεκανίκια. Παιδιά με ένα και δύο πτυχία που πρέπει να ζήσουν με ένα χιλιάρικο τον μήνα. Με μια σχέση που θέλει να γίνει οικογένεια, αλλά δεν της βγαίνει ο λογαριασμός στο τέλος του μήνα.
Είναι ο κυρίαρχος λαός. Αυτός που έχει τη δύναμη να ανεβάζει και να κατεβάζει κυβερνήσεις, αλλά αφού ψηφίσει θα επιστρέψει στη γωνίτσα του για ν’ αναλάβουν τη δουλειά οι «επώνυμοι». Γιατί αυτοί ξέρουν καλύτερα. Γιατί έτσι γίνονται οι δουλειές, λέει ο κυνικός υποβολέας. Γιατί έτσι γίνονταν ανέκαθεν οι δουλειές σε αυτό τον τόπο και όποιος δεν το καταλαβαίνει ας συνεχίσει να βράζει στο ζουμί του. Κανένας αόρατος άνθρωπος δεν έχει θέση στη μοιρασιά της εξουσίας. Κανείς τους δεν δικαιούται μία θέση στο τραπέζι. Οι θέσεις είναι κατειλημμένες από δύο κατηγορίες «επωνύμων»: αυτών που έχουν τα λεφτά και αυτών που έχουν τις κομματικές διασυνδέσεις.
Γι’ αυτό ο αόρατος άνθρωπος γυρνάει την πλάτη στο κομματικό κατεστημένο. Γιατί αισθάνεται αδύναμος, απογοητευμένος και εξοργισμένος. Κι όσο γιγαντώνεται ο θυμός μέσα του, τόσο πιο πολύ σωπαίνει. Οξύμωρο, θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος. Απαράδεκτο, θα μπορούσε να υπερθεματίσει άλλος, απαιτώντας από το ανώνυμο πλήθος να κατακλύσει τους δρόμους σε μαχητικές διαδηλώσεις διαμαρτυρίας. Ρεαλιστικό, θα σημείωνε και ο κυνικός υποβολέας, καθώς ξέρει πως η ανάγκη ευνουχίζει εντέλει τον άνθρωπο. Όταν όμως έρθει ο φουσκωμένος λογαριασμός του ηλεκτρισμού, δεν θες να τιμωρήσεις κανένα. Μόνο να τον ξοφλήσεις θέλεις, για να έχεις το κεφάλι σου ήσυχο. Γι’ αυτό τον άνθρωπο συζητούν τον τελευταίο καιρό όσοι αναζητούν τον κατάλληλο υποψήφιο πρόεδρο που μπορεί να δώσει τη μάχη και να την κερδίσει. Αλλά ενώ συζητούν διαρκώς γι’ αυτόν, ενώ τον αναλύουν και τον ερευνούν, στα μάτια τους παραμένει αόρατος. Αυτός όμως και μάτια έχει και μνήμη διαθέτει. Και θα στείλει το μήνυμα, όταν έλθει η ώρα, αλλά τότε ίσως είναι αργά για τον τόπο. Ας το θυμούνται αυτοί που τους έπεσε ο κλήρος για να λάβουν τις σοφές αποφάσεις.
ΥΓ. Αυτές οι σκέψεις γεννήθηκαν, όταν άκουσα τον Αβέρωφ Νεοφύτου να δηλώνει με αυταρέσκεια «έχουμε το ηθικό πλεονέκτημα». Απευθυνόταν σε νυν και πρώην υπουργούς, βουλευτές, δημάρχους, επιτρόπους και μέλη της ηγεσίας του ΔΗΣΥ, οι οποίοι μαζεύτηκαν για να βάλουν όλοι ένα χεράκι στις επικείμενες προεδρικές εκλογές.