Του Σταύρου Χριστοδούλου
Την περασμένη Κυριακή, έπειτα από πολύ καιρό ομολογώ, σκέφτηκα: ευτυχώς που υπάρχουν οι εφημερίδες. Ευτυχώς που ακόμα έχουμε τη δυνατότητα –την πολυτέλεια άραγε;– να διαβάζουμε νηφάλιες απόψεις, από πρόσωπα τα οποία διαθέτουν την έξωθεν καλή μαρτυρία. Το αντίθετο δηλαδή από την κερκίδα των social media όπου επικρατεί η απλουστευτική οπαδική λογική, όπου στήνονται λαϊκά δικαστήρια κι όπου κανιβαλίζονται όποιοι τολμούν να υποστηρίξουν διαφορετική από την κυρίαρχη άποψη.
Την περασμένη Κυριακή, σε αυτήν εδώ την εφημερίδα, δύο επιστήμονες εγνωσμένου κύρους φώτισαν τα γεγονότα στο Ισραήλ με τρόπο ώστε να γίνουμε επιτέλους κατά τι σοφότεροι κι όχι να εκτονώσουμε απλώς το θυμικό μας. Ο κ. Αλέξανδρος Ζαχαριάδης, ο οποίος διδάσκει διεθνείς σχέσεις της Μέσης Ανατολής στο Τμήμα Διεθνών Σχέσεων του London School of Economics, έκανε μια ιστορική αναδρομή στο άρθρο του με τίτλο «Πόλεμος στη Μέση Ανατολή: Πώς φτάσαμε εδώ;». Γιατί το τρομοκρατικό κτύπημα της Χαμάς δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία, αλλά ένας ακόμα κρίκος σε μια αιματοβαμμένη αλυσίδα. Για τα ιστορικά στοιχεία προτείνω να ψάξετε το άρθρο του στο website της «Καθημερινής». Για το διά ταύτα όμως, ιδού τι σημειώνει: «Χωρίς να αντιμετωπιστούν οι συνθήκες που τροφοδοτούν τρομοκρατικές οργανώσεις, όπως τη Χαμάς, αλλά και θεοκρατικές πολιτικές δυνάμεις, όπως των υπερορθόδοξων εταίρων του Νετανιάχου, ο κύκλος βίας δύσκολα θα σπάσει. […] Η ασφάλεια του Ισραήλ σε βάθος χρόνου περνά από την αναγνώριση αυτής της πραγματικότητας και την επαναφορά του θέματος στη βάση των δύο κρατών. Οποιαδήποτε αντίθετη κίνηση θα οδηγήσει στην πραγματικότητα ενός κράτους το οποίο για να παραμείνει σιωνιστικό και ιουδαϊκό τότε θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν πρακτικές ανάλογες με εκείνες του απαρτχάιντ της Νοτίου Αφρικής ή ακόμη χειρότερα εθνοκάθαρσης».
Στην ίδια έκδοση, ένας άλλος πανεπιστημιακός, ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας, καθηγητής πολιτικής επιστήμης, κάτοχος της έδρας Gladstone στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, εμβαθύνει στο σήμερα. Και καταλήγει στο ενδιαφέρον άρθρο του με τίτλο «Ένα απόλυτο αδιέξοδο»: «Το παρελθόν μάς διδάσκει πως η κλιμάκωση της βίας μπορεί ίσως να μας ικανοποιήσει βραχυπρόθεσμα, αλλά συνήθως γεννάει νέα τέρατα που κάποια στιγμή στο μέλλον θα προβούν σε βιαιότητες που ξεπερνούν και την πιο αχαλίνωτη φαντασία. Δυστυχώς, μας διδάσκει ταυτόχρονα πως οι άνθρωποι δυσκολεύονται φοβερά να κατανοήσουν τι μας διδάσκει το παρελθόν».
Ο λόγος που επέλεξα να εστιάσω στις αναλύσεις των δύο ακαδημαϊκών είναι γιατί αυτό που συμβαίνει στη γειτονική μας χώρα υπερβαίνει τα όποια αναθέματα. Επειδή όμως δεν μ’ αρέσουν οι «στρογγυλοποιήσεις», ή ακόμα χειρότερα τα «ναι μεν αλλά», σπεύδω να διευκρινίσω: Καμία δικαιολογία δεν χωρεί για τη βαρβαρότητα της Χαμάς. Ήταν ένα εγκληματικό κτύπημα ασύλληπτης αγριότητας, το οποίο βρίσκει απέναντί του τον κάθε δημοκρατικά σκεπτόμενο άνθρωπο. Κατά τον ίδιο τρόπο όμως, θέλω επίσης να σημειώσω, ότι οι πολιτισμένοι άνθρωποι δεν μπορούν ν’ ανέχονται την απροκάλυπτη επίθεση σε αθώους πολίτες, στην πλειονότητά τους παιδιά. Δεν αναφέρομαι μόνο στον βομβαρδισμό του νοσοκομείου Αλ-Αχλί και τη θανάτωση εκατοντάδων αθώων πολιτών. Ας μη σταθούμε στο blame game ανάμεσα στη Χαμάς και την κυβέρνηση του Ισραήλ, γιατί στη Γάζα συμβαίνει κάτι χειρότερο και από τον θάνατο: ο αφανισμός των αμάχων.
Η Ύπατη Αρμοστεία Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ έκανε λόγο για «διεθνές έγκλημα βίαιης μετακίνησης αμάχων». Από μια αδιανόητα πυκνοκατοικημένη λωρίδα γης όπου εξαντλούνται τα αποθέματα τροφίμων και οι άνθρωποι ψάχνουν απελπισμένοι για λίγο νερό. Όσο παρήγορη κι αν είναι η είδηση ότι άνοιξε μια χαραμάδα για ανθρωπιστική βοήθεια μέσω Αιγύπτου, το γεγονός είναι ότι στη Γάζα συντελείται μια γενοκτονία.
Οι Παλαιστίνιοι δεν είναι η Χαμάς. Ή αν θέλουμε να ακριβολογούμε, δεν είναι μόνο η Χαμάς. Χιλιάδες άνθρωποι χρησιμοποιούνται σαν ανθρώπινη ασπίδα απέναντι σε μια κρατική πολεμική μηχανή που δεν κάνει διακρίσεις. Κι αν αποτελεί συνειδησιακή επιταγή να βρεθεί ο καθένας από εμάς στη σωστή πλευρά της Ιστορίας, η απάντηση βρίσκεται σε αυτό που δήλωσε ο Αλέξης Τσίπρας: «Είμαστε με τους αμάχους, ανεξάρτητα από τη θρησκεία και την εθνικότητά τους».