Του Σταύρου Χριστοδούλου
Ήταν αλλόκοτη η σιωπή των παιδιών. Ούτε αδιαφορία, ούτε θυμός, ούτε άρνηση. Απλώς αλλόκοτη. Σαν σφουγγάρι που απορροφά τις λέξεις κι έπειτα τις στραγγίζει, στάλα-στάλα, σαν να μη θέλει να επιστρέψει τίποτε. Αν δεν φοβόμουνα ότι θα μεγάλωνε η αναμεταξύ μας απόσταση, θα τους έλεγα για τις «Λέξεις» του ποιητή που σε γραπώνουν κατ’ ευθείαν στο συναίσθημα. «Ξερίζωσε από μέσα μου όλες τις λέξεις, δώσε τους μια όποια σημασία κι ύστερα προσπάθησε να τις βάλεις πάλι με μια δική σου τάξη μέσα μου». Έτσι ξεκινά ο Λεύκιος Ζαφειρίου. Κι έπειτα ξεχύνονται ορμητικά οι στίχοι: «Ωστόσο εγώ θα επιμένω να λέω την ελευθερία ελευθερία, τον φόνο φόνο, την ενοχή ενοχή, μ’ ένα πείσμα τρελού που σκαλίζει στον τοίχο τ’ όνομά του με τα νύχια».
Κακώς δεν είχα το θάρρος να ισορροπήσω στο τεντωμένο σκοινί της ποίησης. Αυτό σκεφτόμουν στον δρόμο της επιστροφής. Επέλεξα να τους οδηγήσω σε μονοπάτια βατά. Με οδηγό το πεζό κείμενο: «1974 – Μια άσκηση μνήμης». Γι’ αυτό το θέμα μού ζήτησαν να μιλήσω στο σχολείο. Με οδηγό το μυθιστόρημά μου «Τρεις σκάλες Ιστορία» και με αφορμή τα 50 χρόνια από εκείνο το καλοκαίρι. Είχαν προηγηθεί τα παιδιά, που τραγούδησαν και χόρεψαν και ερμήνευσαν μια εποχή που γνωρίζουν μόνο από αφηγήσεις. Κι ύστερα άκουσαν με σεβασμό τη συγκλονιστική μαρτυρία της Χαρίτας Μάντολες, η οποία πλήρωσε αυτή τη μακρά βασανιστική πορεία με το αίμα τής ψυχής της. Κι ύστερα αφουγκράστηκαν τον αχό της αιχμαλωσίας από άντρες που «σκάλισαν στον τοίχο τ’ όνομά τους με τα νύχια».
Η ιστορική αλήθεια νικάει κατά κράτος τη μυθοπλασία. Αυτό είναι μοιραίο να συμβεί, είπα στα παιδιά. Απ’ την άλλη, η λογοτεχνία του τραύματος είναι ένας δρόμος που οδηγεί πιο κοντά στην αλήθεια. Για όσους τουλάχιστον θέλουν να μάθουν, να νιώσουν, να καταλάβουν, τι έγινε σε τούτον τον τόπο μισό αιώνα πριν. Στο δικό μου το βιβλίο κυρίαρχη φιγούρα είναι μια γυναίκα που βιάστηκε εκείνο το καλοκαίρι. Ξανά και ξανά. Ωστόσο δεν είναι ένα βιβλίο μονάχα για τον βιασμό, τους είπα. Αλλά για τη μνήμη. «Η μνήμη, κύριο όνομα των θλίψεων, ενικού αριθμού, μόνον ενικού αριθμού και άκλιτη. Η μνήμη, η μνήμη, η μνήμη». Ο Πληθυντικός Αριθμός, με το ποιητικό νυστέρι της Κικής Δημουλά. Έτσι όπως κοιτούσαν σιωπηλά, με διάχυτη την καχυποψία των νιάτων τους, προτίμησα και πάλι να βαδίσω σε πιο ρεαλιστικά μονοπάτια. Τους είπα λοιπόν για το πρόσφατο ταξίδι μου στη Λάπηθο και την αδυναμία να βρω τους δρόμους που οδηγούσαν στις πατημασιές των ηρώων μου. Μεσολάβησαν μονάχα έξι χρόνια από τότε που έκανα την έρευνα και είναι σαν να πέρασαν άλλα τόσα. Ο χρόνος αποδεικνύεται αδυσώπητος. Το καταλαβαίνεις όταν διασχίσεις τον κάμπο για ν’ ανέβεις στον Πενταδάκτυλο. Όλα αυτά τα κτίρια. Και το τζαμί. Κι έπειτα η άναρχη ανάπτυξη κατά μήκος της ακτογραμμής. Εκεί που κάποτε ήταν τα περβόλια τώρα είναι κακόγουστα κτίσματα. Ένας τόπος αγνώριστος.
Μια άσκηση μνήμης είναι η επίγνωση της πραγματικότητας. Κάτι που δεν είναι χρήσιμο μόνο για τα παιδιά, αλλά και για τους επαγγελματίες της πολιτικής. Σκέφτομαι ότι θα ήταν χρήσιμο αν μια μέρα, αντί να συνεδριάσει το Εθνικό, να έμπαιναν όλοι σε ένα λεωφορείο και να πήγαιναν απέναντι. Επώδυνη επιστροφή σε μέρη άλλοτε γνώριμα που τώρα πια είναι ένας άλλος τόπος. Ούτε αυτό όμως το είπα στα παιδιά. Δεν ήταν η ώρα άλλωστε για πολιτικολογίες. Αρκέστηκα να σημειώσω πως δεν πρέπει να μας φοβίζει η γνώση της Ιστορίας. Κι ότι δεν πρέπει να συγχέουμε την επιθυμία μας για ειρηνική λύση με την υποχρέωση να παραμείνει η μνήμη ζωντανή.
Υγ. Την περασμένη Τετάρτη είχα την τιμή να συμμετάσχω στην Ημερίδα του Λυκείου Ιδαλίου για τα 50 χρόνια από το πραξικόπημα και την εισβολή. Μια εξαιρετική εκδήλωση, για την οποία αξίζουν πολλά συγχαρητήρια τόσο στα παιδιά, όσο και στην καθηγήτριά τους Ρένα Γιαβρή που είχε τη γενική επιμέλεια.