Του Σταύρου Χριστοδούλου
Κοίταγα τα κεφάλια τριγύρω για να εντοπίσω ψαρά μαλλιά. Δύσκολο. Τα διαζώματα στο Σκαλί είχαν καταληφθεί από κάθε λογής μαυρομάλληδες. Μέσος όρος ηλικίας 30 υπολόγισα. Αλλά και πάλι μπορεί να κάνω και λάθος. Όσο πέρναγε η ώρα μου φαίνονταν νεότεροι. Αγόρια και κορίτσια, που τραγούδαγαν, αγκαλιάζονταν και παθιάζονταν με στίχους που εύκολους σίγουρα δεν τους λες. Έχει σημασία αυτό γιατί το κοινό της Νατάσσας Μποφίλιου δεν είναι παιδιά που επιπλέουν στον αφρό, επιλέγοντας τα εύπεπτα. Όχι γιατί υπάρχει κάτι κακό στα εύπεπτα, όμως όσο να ’ναι έχει μια διαφορά όταν «κοιτάς απ’ το παράθυρο, βλέπεις την κίνηση της πόλης, κόσμος γυρίζει βιαστικός, είσαι μόλις 30 κι εντελώς καθαρός!». Κι ύστερα, με την ορμή των νιάτων σου, ακούς ότι «από κάπου έρχεται μια μακρινή μουσική, σε ξεσηκώνει, θέλεις να βγεις, ν’ ακολουθήσεις τη μεγάλη πορεία, νιώθεις πως γράφεται ιστορία…».
Όλο το βράδυ τους παρατηρούσα και σκεφτόμουν ότι είναι τόσο νέοι και το Σύστημα, έτσι όπως στήθηκε από τους παλαιότερους και εξυπηρετείται από τη δική μου γενιά, τους έχει εντελώς γραμμένους. Κανείς δεν καταφέρνει να μιλήσει σε αυτά τα παιδιά. Πλέον αμφιβάλλω κι αν μπορούν έστω να τους ακούσουν, ν’ αφουγκραστούν τον παλμό τους, να νιώσουν τα χνώτα τους. Παρά το ότι όλοι μιλούν γι’ αυτούς. Και όσο πλησιάζουμε προς τις εκλογές τόσο πιο πολύ θα μιλάνε αλλά φοβάμαι πως και πάλι δεν θα ακούνε.
Γιατί αυτά τα παιδιά δεν είναι μόνο μια γενιά. Έχουν ονοματεπώνυμα που αντιστοιχούν σε πολύ συγκεκριμένες ζωές. Κοστολογημένες δυστυχώς. Με τρόπο που η σούμα δεν βγαίνει κάθε φορά, γιατί δεν αρκεί για τηλέφωνο, βενζίνη, ενοίκιο, ηλεκτρισμό. Αναφέρομαι στους πολλούς πάντα, όχι γι’ αυτούς που έχουν την τύχη το μέλλον τους να είναι εξασφαλισμένο, προπληρωμένο και ασφαλές. Κι ούτε βεβαίως για τους «επαναστάτες της πορδής με τα λεφτά του μπαμπά». Λέω για τα χιλιάδες παιδιά που γεμίζουν τις συναυλίες, τα γήπεδα, που δουλεύουν με τον βασικό, που έχουν δύο πτυχία αλλά μισθούς καθηλωμένους, για τα παιδιά που η οικονομική κρίση τους τοποθέτησε στο pause.
Τα παιδιά που θέλουν να προχωρήσουν αλλά πάντα κάτι τα φρενάρει. Εξορθολογισμό της οικονομίας το λένε αυτοί που ιδεολογικοποίησαν τον κυνισμό της ελεύθερης αγοράς. Λένε κι άλλα, χυδαία κατά την άποψή μου, όπως το «λίπος» που πρέπει να αφαιρεθεί για να διασωθεί η «υγιής επιχειρηματικότητα». Άχαρες λέξεις, δυσκοίλια ελληνικά, το λεξιλόγιο των τεχνοκρατών με τα καλά πτυχία και την καθόλου καλή παιδεία. Στην καλλιέργεια δεν αναφέρομαι βεβαίως, γιατί φοβάμαι πως θα θεωρηθώ ασυγχώρητα ρομαντικός. Απ’ την άλλη, εάν θέλουμε να καταλάβουμε ή να γνωρίσουμε έστω αυτά τα παιδιά που είναι μόλις 30 (ή μόλις 20 ή κάπου στη μέση τέλος πάντων) θα πρέπει να επιτρέψουμε στον ρομαντισμό να εμφιλοχωρήσει στις βεβαιότητές μας.
Είναι σημαντικό να τα φανταστούμε αυτά τα παιδιά να ερωτεύονται. Και να θέλουν να ζήσουν σε ένα χώρο δικό τους, για να κυκλοφορούν ελεύθερα με τα σώβρακα, βρε αδελφέ, δίχως να μπλέκονται οι γονείς στα πόδια τους. Είναι σημαντικό να φανταστούμε αυτά τα ζευγάρια να φτιάχνουν οικογένεια, ένα δικό τους σπίτι, ένα παιδί, ένα αμάξι ασφαλές αν μη τι άλλο. Κι έπειτα είναι σημαντικό να καταλάβουμε γιατί στην ευημερούσα Κύπρο μας τίποτε από αυτά δεν είναι αυτονόητο. Γιατί δεν βγαίνει έτσι ο μήνας, γιατί οι διακοπές είναι πολυτέλεια, γιατί ακόμα περνούν από το πατρικό τους για να πάρουν τα τάπερ με τα φαγητά της μάνας τους.
Μόνο αν αυτοί που επιδιώκουν να μας κυβερνήσουν καταλάβουν τον παράγοντα τάπερ ενδεχομένως να υπάρξει ελπίδα. Συνήθως όμως λένε κάτι μεγαλόστομα, άλλοι μιλάνε με «όρους της αγοράς» και άλλοι με παρηκμασμένα τσιτάτα περί «φτωχοποίησης». Αλλά το τάπερ της μαμάς που ακόμα κουβαλά το αγόρι που κάθεται δίπλα μου και το κορίτσι που κάθεται μπροστά μου κι όλα αυτά τα άγνωστα παιδιά γύρω μου, δεν είναι παρά υποθηκευμένες ζωές. Και αυτό είναι χειρότερο. Γιατί είναι μόνο 30 κι εντελώς καθαροί.