

Του Πάρη Δημητριάδη
Είναι ξενέρωτο και απογοητευτικό, όμως το μοναδικό μέρος όπου, προσωπικά τουλάχιστον, έτυχε να ακούσω όλες σχεδόν τις γλώσσες που μιλιούνται σήμερα στην Κύπρο είναι το γνωστό σουηδικό πολυκατάστημα επίπλων στη Λευκωσία. Εκτός από ελληνικά, σε προχθεσινή μου επίσκεψη στο ΙΚΕΑ έτυχε να ακούσω στους διαδρόμους του και στις μεγάλες του αίθουσες τουρκικά, ρωσικά, αραβικά και εβραϊκά. Οι πολυπληθείς φυλές του νησιού μας που δεν κάνουν αισθητή την παρουσία τους στον χώρο είναι όσες προέρχονται από νοτιοανατολική Ασία και Αφρική με τους λόγους να, είναι, μάλλον προφανείς: Όσο φτηνό και προσιτό κι αν είναι, που είναι, παραμένει ένα πολυκατάστημα που απευθύνεται στη μεσαία, κυρίως, τάξη της πολυσχιδούς κοινωνίας μας.
Ένα πολυκατάστημα λοιπόν, ως το μοναδικό μέρος σε όλο το νησί όπου συναντώνται οι διαφορετικές φυλές που το κατοικούν: Η τουρκοκυπριακής καταγωγής άνθρωποι που έρχονται από το γεωγραφικά βόρειο κομμάτι, η ρωσικής, ουκρανικής, ισραηλιτικής και αραβικής καταγωγής που έρχονται από το γεωγραφικά νότιο, παραθαλάσσιο κομμάτι και φυσικά η ελληνοκυπριακής καταγωγής ντόπιοι. Κρίμα δεν είναι που μόνο συγκυριακά πραγματοποιείται αυτή η συνάντηση; Κρίμα δεν είναι που η πολυγλωσσία και η ανθρωπογεωγραφική πολυμορφία που ανέκαθεν χαρακτήριζε και στις μέρες μας εξακολουθεί να χαρακτηρίζει την Κύπρο δεν αλληλεπιδρά, δεν συναναστρέφεται και δεν συμπράττει;
Ένα δυσάρεστο φαινόμενο απομονωτισμού και εσωστρέφειας, στο πλαίσιο του οποίου η κάθε εθνοτική κοινότητα ζει στον δικό της κοινωνικό μικρόκοσμο. Κι αυτό να συμβαίνει σε μια τόσο μικρή, πληθυσμιακά και γεωγραφικά, χώρα όπως η Κύπρος, όπου δυνητικά οι επαφές θα μπορούσαν να είναι συχνότερες και ευκολότερες.
Σκέφτομαι πως μια αρχή θα μπορούσε να γίνει από την καλλιτεχνική κοινότητα, που διαχρονικά πρωτοπορεί σε τέτοια ζητήματα. Λίγες τολμηρές και αποτελεσματικές πρωτοβουλίες χρειάζονται, που να φέρουν τους ανθρώπους κοντά. Μια κινητικότητα φαίνεται να λαμβάνει χώρα στα πρώην εργοστάσια ανάμεσα στα δύο λιμάνια της Λεμεσού, τα οποία τα τελευταία χρόνια έχουν μετατραπεί σε πολυχώρους πολιτισμού και ψυχαγωγίας. Παρά τα επικριτικά σχόλια που αιτιολογημένα διατυπώνονται κατά καιρούς για το ιδιοκτησιακό τους καθεστώς και για τον ιδιότυπο εξευγενισμό σε μορφή art-washing που προωθούν, η ωμή πραγματικότητα που φανερώνει την άλλη όψη του νομίσματος στην υπόθεση είναι πως πρόκειται για ένα από τα μέρη όπου οι παραδοσιακά γηγενείς άνθρωποι της χώρας έρχονται σε μαζική επαφή με τους νέους κατοίκους της. Σε ανθρώπινο επίπεδο αυτό είναι μια νίκη. Αντίστοιχες νίκες είναι και όσες περιλαμβάνουν ανεπιτήδευτες, μη τυποποιημένες και ειλικρινείς επαφές με τους απλούς ανθρώπους ένθεν και ένθεν της νεκρής ζώνης.
Η διχοτόμηση του νησιού έχει εμπεδωθεί σε επίπεδο κοινωνίας, λέγεται τακτικά, το ίδιο όμως φαίνεται να ισχύει και για τις ετερόκλητες κοινότητες που ζουν μόνο στο «δικό» μας κομμάτι. Σίγουρα τα συρματοπλέγματα δεν είναι ο μοναδικός λόγος που δεν έχουμε επαφές με άτομα άλλης εθνοτικής, γλωσσικής, ίσως και πολιτισμικής προέλευσης από τη δική μας.
Έπεα πτερόεντα, γλαφυρότητες και γραφικότητες τύπου «να’ χαμε να λέγαμε και να’ χαμε να πούμε» θα είναι, εικάζω, το θέμα για την παρούσα κυβέρνηση, που υιοθετώντας τη μόδα της εποχής, περιορίζεται στο να παρουσιάζει τις «επιτυχίες» της στο προσφυγικό και μεταναστευτικό, το οποίο εντελώς δημαγωγικά και λαϊκίστικα έχει -παγκοσμίως- γίνει ο νέος μπαμπούλας.
Δεν αποτελεί την πλέον ενδεδειγμένη διέξοδο, η προσωπική οπτική γωνία όμως μπορεί να λειτουργήσει ανακουφιστικά: Επειδή είναι πολύχρωμη είναι όμορφη η Κύπρος.