

Του Πάρη Δημητριάδη
Παρότι έχουν διαφορετική αφετηρία, έγιναν σε εντελώς διαφορετικό πλαίσιο και αιτιολογημένα θα μπορούσε να διατυπωθεί ο ισχυρισμός πως η μεταξύ τους σύγκριση είναι αδόκιμη, προσωπικά εντοπίζω πολλά κοινά σημεία ανάμεσα στα δύο ιντριγκαδόρικα γεγονότα που δικαίως έχουν αναστατώσει και σκανδαλίσει το κυπριακό θέατρο το τελευταίο διάστημα. Μπορεί δηλαδή να πρόκειται για δύο μεμονωμένα γεγονότα, η κατάληξή τους όμως πιστεύω πως είναι η ίδια: Η απαξιωτική αντιμετώπιση των ντόπιων καλλιτεχνών και δημιουργών, που, ανεξαρτήτως καταγωγής, ζουν, εργάζονται και δραστηριοποιούνται στην Κύπρο. Σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, το ζήτημα έχει μάλλον να κάνει με το συμπλεγματικό σύνδρομο του «τριτοτέταρτου ιθαγενή», που ως λαό μας χαρακτηρίζει δυστυχώς γενικότερα.
Αναφέρομαι από τη μία στην ιδιωτική πρωτοβουλία ενός ρωσικής καταγωγής επιχειρηματία και καλλιτέχνη, ο οποίος για δεύτερη συνεχή χρονιά διοργανώνει το επονομαζόμενο «Διεθνές Φεστιβάλ Θεάτρου Κύπρου» προκαλώντας για σειρά από λόγους δυσαρέσκεια ανάμεσα στους καλλιτέχνες των παραστατικών τεχνών και από την άλλη στην επικείμενη συμμετοχή του ΘΟΚ, του κρατικού μας θεάτρου δηλαδή, στο περίφημο φεστιβάλ της Επιδαύρου: Μια καθόλα προβληματική, με τον τρόπο με τον οποίο, γίνεται, συμμετοχή, η οποία επίσης προκαλεί δυσφορία ανάμεσα στους επαγγελματίες του χώρου. Όχι μόνο ανάμεσα σε αυτούς αλλά και σε οποιοδήποτε πολίτη του κράτους μας επιθυμεί οι θεσμοθετημένοι δημόσιοι και ημικρατικοί Οργανισμοί της χώρας του να κάνουν σωστά τη δουλειά τους.
Για όλους όσοι δεν πήραν χαμπάρι τι έγινε με την περίπτωση του ιδιωτικού φεστιβάλ, να αναφερθεί συνοπτικά ότι οι αντιδράσεις πυροδοτήθηκαν καταρχήν από το γεγονός ότι ένας οποιοσδήποτε ιδιώτης μπορεί να χρησιμοποιήσει ή ακόμη και να καπηλευτεί το όνομα της χώρας μας χωρίς καθόλου ασφαλιστικές δικλείδες ή επιπτώσεις. Το «Διεθνές Φεστιβάλ Θεάτρου Κύπρου» ως ονομασία παραείναι αυθαίρετο για ένα δρώμενο στο οποίο οι άνθρωποι της χώρας όπως και οι κρατικοί και πολιτειακοί θεσμοί της δεν έχουν επί της ουσίας ανάμειξη. Από πέρσι στο μεταξύ, που το «Διεθνές Φεστιβάλ Θεάτρου Κύπρου» έγινε για πρώτη φορά, είχε προκληθεί ανάμεσα στην ε/κ θεατρόφιλη κοινότητα ισχυρή δυσαρέσκεια και για τις πανύψηλες τιμές εισιτηρίων του φεστιβάλ, που το καθιστούν απρόσιτο για την πλειοψηφία του πληθυσμού. Για φέτος και μετά τις αντιδράσεις χαμήλωσαν λίγο οι τιμές: Αν κάτσεις στον εξώστη και στις τελευταίες, πίσω πίσω, θέσεις.
Προσοχή όμως γιατί υπάρχει κίνδυνος για παρερμηνεία: Δεν ισχυρίζομαι ότι είναι απαγορευτικό για οποιοδήποτε μη Κύπριο που ζει εδώ να παίρνει τέτοιες πρωτοβουλίες και να θέλει να αναμιχθεί με τα κοινά. Αντιθέτως! Ειδικά στην περίπτωση των πολλών χιλιάδων σλαβικής καταγωγής συμπολιτών μας, εκτιμώ πως η ανάμειξη και η συμβολή τους στη δημόσια σφαίρα με οποιοδήποτε τρόπο, είτε αυτός αφορά τον πολιτισμό, είτε οτιδήποτε άλλο είναι κάτι περισσότερο από ευπρόσδεκτη. Πόσο μάλλον στην πολυπολιτισμική κοινωνία της πόλης της Λεμεσού αλλά και ευρύτερα ολόκληρης της Κύπρου, που μόνο περηφάνια θα έπρεπε να νιώθει για την πολυχρωμία που τη χαρακτηρίζει. Αντιλαμβάνομαι φυσικά πως στην εποχή που ο εθνικισμός και ο ρατσισμός έχουν επανέλθει στη μόδα δεν είναι δημοφιλές να μιλάς για τη γοητεία της πολυπολιτισμικότητας αλλά αυτό είναι μια άλλη πονεμένη ιστορία.
Πίσω στο ιδιωτικό φεστιβάλ, εκείνο που δικαίως ξένισε την καλλιτεχνική κοινότητα, η οποία για ακόμη μια φορά έδειξε να έχει πιο ξύπνια αντανακλαστικά από την υπόλοιπη κοινωνία είναι η καπηλεία του ονόματος της χώρας μας σε ένα φεστιβάλ όπου κυπριακές συμμετοχές δεν υπάρχουν -υπήρχαν μόνο δύο που όχι τυχαία αποχώρησαν- καθώς και η υποτιμητική και «νεοαποικιακού» τύπου αντιμετώπιση που έτυχαν οι ντόπιοι καλλιτέχνες και ευρύτερα το κοινό. Περαιτέρω ένταση, στον βαθμό που έγινε και διαδήλωση έξω από το Παττίχειο Δημοτικό Θέατρο της Λεμεσού, προκάλεσε η συμμετοχή στο συγκεκριμένο φεστιβάλ του Βέλγου καλλιτέχνη Jan Fabre, ο οποίος στη χώρα του έχει καταδικαστεί για παρενόχληση πολλών γυναικών.
Τρισχειρότερη είναι η περίπτωση της φετινής συμμετοχής του ΘΟΚ στην Επίδαυρο, καθώς εδώ δεν μιλάμε για ιδιωτική πρωτοβουλία αλλά για το κρατικό θέατρο της χώρας μας, το οποίο, όπως αναφέρθηκε σε αιχμηρά δημοσιεύματα, ανακοινώσεις και αναρτήσεις ανθρώπων του χώρου, για ακόμη μια φορά έχει βάλει αυτοσκοπό τη συμμετοχή στο πρεστίζ και καλά φεστιβάλ της Ελλάδας, χωρίς η παραγωγή να εκπροσωπεί την Κύπρο όπως της πρέπει και της αξίζει.
Παρά το γεγονός ότι δύο μόλις χρόνια πριν είχε δημιουργηθεί ξανά τεράστιο θέμα με τη συμμετοχή του ΘΟΚ στην Επίδαυρο, που είχε μάλιστα ως θλιβερό αποτέλεσμα τη ματαίωση της, οι ιθύνοντες του κρατικού θεάτρου δεν δείχνουν να έχουν λάβει τα μηνύματα και συνεχίζουν να βαδίζουν στα ίδια, αν όχι σε ακόμη πιο υποτιμητικά για τον Οργανισμό και τη χώρα μας, μονοπάτια. Με λίγα λόγια, ο ΘΟΚ δέχεται να εξευτελίζεται και να εξευτελίζει το καλλιτεχνικό του δυναμικό, συμμετέχοντας επί της ουσίας στο φεστιβάλ της Επιδαύρου σαν σπόνσορας και χορηγός, δαπανώντας ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό -με χρήματα των φορολογούμενων στην Κύπρο πολιτών- και με τη συμμετοχή ντόπιων καλλιτεχνών να είναι ισχνή.
Σε μια αισιόδοξη νότα, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι οι αντιδράσεις της καλλιτεχνικής κοινότητας, η οποία κοχλάζει, δείχνουν τον δρόμο και για την υπόλοιπη κοινωνία, αφού το σύνδρομο του «τριτοτέταρτου ιθαγενή» εκτείνεται και επεκτείνεται πολύ πέραν της τέχνης.