Του Πάρη Δημητριάδη
Λίγες ώρες προτού πανάκριβες Lamborghini και Ferrari, που τις οδηγούν βαθύπλουτοι «ξένοι» αρχίσουν την καθημερινή, επιδεικτική τους προέλαση στην παραλιακή λεωφόρο της Λεμεσού, φτωχοί και εξαθλιωμένοι «αλλοδαποί» κοιμούνται όσο είναι ακόμη νύχτα στην άμμο, για να γίνουν το πρωί είδηση από γνωστό τηλεοπτικό σταθμό «ότι εμποδίζουν το έργο των ντόπιων ιδιοκτητών βαρκών». Σκοπίμως βάζω το «ξένοι» και «αλλοδαποί» σε εισαγωγικά, καθώς «αλλοδαπός» στη χώρα μας, μια λέξη που, όπως έχει άτυπα καθιερωθεί, εμπερικλείει υποτιμητική χροιά, λογιέσαι μόνο αν είσαι φτωχός, μη Κύπριος. Ως «ξένος» «δικαιούσαι» να έχεις και λεφτά.
Πίσω στον τηλεοπτικό σταθμό, οι εικόνες μεθυσμένων και ρακένδυτων αλλοδαπών, που κοιμούνται στην άμμο και στα παγκάκια, προφανώς όχι για πλάκα και χαβαλέ, αλλά επειδή δεν έχουν σπίτι να μείνουν, αξιολογούνται από την ειδησεογραφική ομάδα ως πρόβλημα… αισθητικής κυρίως. Χαλούν την εικόνα. «Δεν πάει άλλο. Η κατάσταση με τους μεθύστακες αλλοδαπούς πραγματικά δεν πάει άλλο», δηλώνει εμφατικά στην κάμερα -με μια τεράστια μπυροκοιλιά σε πρώτο πλάνο- ο ντόπιος, λούμπεν ψαράς.
Το γεγονός ότι οι άστεγοι στο πάλαι ποτέ ευήμερο μεσογειακό νησί, αυξάνονται και πληθύνονται δεν εκλαμβάνεται ως είδηση, ούτε αξιολογείται σημαντικό ως στόρι για ρεπορτάζ. Είδηση και ρεπορτάζ γίνονται η οχλαγωγία και η δυσανασχέτηση που αλλοδαποί μεθύστακες προκαλούν με την παρουσία τους στους ντόπιους ψαράδες και ιδιοκτήτες βαρκών. Με την παρουσία τους και μόνο, ενοχλούν. Με το θράσος τους να είναι άστεγοι και να κοιμούνται στην παραλία μπαίνουν κυριολεκτικά στα πόδια μας. Αυτό το μήνυμα προκύπτει, πλαγίως, απ’ το ρεπορτάζ. Πώς θα ρυμουλκήσουν τις βάρκες με την ησυχία τους οι άνθρωποι;
Πέντε μέρες μετά, ακομμάτιστο και αυτόνομο κίνημα απόρων Κυπρίων πολιτών, που τέσσερα με πέντε χρόνια πριν, ήταν το μοναδικό κίνημα που ορθώς διαμαρτυρόταν για το στεγαστικό πρόβλημα -το οποίο τότε είχε αρχίσει να δείχνει τα δόντια του- κατεβαίνει στον πολυσύχναστο μόλο της πόλης για πορεία διαμαρτυρίας κατά των λαθρομεταναστών. Έξω οι λαθρομετανάστες από την Κύπρο, γράφει με τη γνωστή μισάνθρωπη απολυτότητα το σύνθημα στο πανό. Οι οποίοι «λαθρομετανάστες», για να μείνουν, στο μεταξύ, σε τούτη την πόλη, κοιμούνται, αν όχι στην αμμουδιά, σε στρωματσάδα πατωμάτων, σε διαμερίσματα που νοικιάζονται για χίλια και δύο χιλιάδες ευρώ. Το ανασφάλιστο, φτηνό εργατικό δυναμικό σε εστίαση, ψυχαγωγία και άλλους τομείς είναι φυσικά απαραίτητο και κάπου πρέπει να «βολευτούν» κι αυτοί οι ανθρωποι. Μέχρι φυσικά να μάθει ο νοικοκυραίος ιδιοκτήτης του μοναριού των 1000 ευρώ ότι κοιμούνται περισσότεροι από ότι συμφώνησε στο σπίτι που ενοικίασε και έξαλλος να τους διώξει.
Το γεγονός ότι ένα ανάλγητο και μαφιόζικο κράτος φρόντισε όπως μια σέχτα πολιτικών κολυμπήσει εις τον αιώνα τον άπαντα, στο μαύρο χρήμα, καθώς και το γεγονός ότι το ίδιο, κοντόφθαλμο, κράτος προνόησε, ορθώς εννοείται, την προσέλκυση μεγάλων επενδύσεων, χωρίς όμως αντισταθμιστικά μέτρα και κυρίως χωρίς πρόνοια για παράπλευρες επιπτώσεις, δεν φαίνεται να απασχολεί ιδιαίτερα την κοινωνία μας. Πόσο «παράπλευρες» είναι όμως τελικά αυτές οι απώλειες και τι ποσοστό του πληθυσμού αφορούν; Είναι παράπλευρες; Ο παραδοσιακά ντόπιος πληθυσμός που με συνοπτικές διαδικασίες αναγκάζεται να εγκαταλείψει το κέντρο και όχι μόνο της πόλης δεν είναι θέμα;
Έφηβοι και εικοσάρηδες, στο μεταξύ, διαπιστώνεται ότι είναι οι περισσότεροι που συμμετέχουν στη ρατσιστική πορεία στον μόλο, όπως έφηβοι και εικοσάρηδες αποδεικνύεται ότι είναι και οι ρέμπελοι του τουρκομαχαλά και άλλων λαϊκών συνοικιών, που ως χόμπι τα βράδια, αν δεν πλακώνονται μεταξύ τους, δέρνουν για πλάκα, ντελιβεράδες από Ινδία και Μπαγκλαντές.
Εθνικές και τοπικές αρχές περί άλλων τυρβάζουν.