Του Παναγιώτη Χριστιά
Μετά τα πολυήμερα επεισόδια στις πόλεις της Γαλλίας, τα ερωτήματα πληθαίνουν, χωρίς όμως να σχετίζονται όλα με τα κοινωνικά προβλήματα ή τις αιτίες των αναταραχών. Τέτοια ερωτήματα είναι όσα αφορούν τις οικονομικές αλλά και πολιτικές επιπτώσεις των τελευταίων γεγονότων. Πόσο κοστίζει η προστασία ενός κράτους όταν απειλείται από τους ίδιους τους πολίτες του; Ποιος θα πληρώσει για την αποκατάσταση των ζημιών και την αποζημίωση των μικροεπιχειρηματιών που είδαν τα καταστήματά τους να παραδίδονται σε πλιατσικολόγους και εμπρηστές; Ποιος αναλαμβάνει το κόστος μη λειτουργίας των επιχειρήσεων όλο αυτό το διάστημα, τις υπερωρίες των αστυνομικών δυνάμεων και τα έξοδα των νοσοκομείων για τους τραυματίες; Αυτά είναι μερικά από τα ερωτήματα που εγείρονται και που δεν έχουν άμεση σχέση με τα κοινωνικά αίτια της έκρηξης και της οργής των πολιτών. Είναι όντως μια νέα οικονομική καταστροφή τα όσα συνέβησαν ή μήπως με κάποιον παράδοξο τρόπο όλο αυτό αποτελεί ευκαιρία ανάπτυξης για τη γαλλική οικονομία; Στο ερώτημα αυτό θα μπορούσε κάλλιστα να απαντήσει για εμάς σήμερα ο Γάλλος οικονομολόγος Frédéric Bastiat, συγγραφέας του πάντα επίκαιρου άρθρου «Αυτά που βλέπουμε και αυτά που δεν βλέπουμε» (1850).
Ο Bastiat θέτει το εξής ερώτημα: «Υπήρξατε ποτέ μάρτυρας της οργής αυτού του ακέραιου πολίτη, του Κυρίου Ιάκωβου, όταν ο αδιόρθωτος γιος του έτυχε να σπάσει ένα τζάμι; Αν έχετε παρακολουθήσει αυτό το θέαμα, σίγουρα θα έχετε παρατηρήσει ότι οι θεατές, ακόμη και τριάντα να είναι, μοιάζουν να είναι όλοι σύμφωνοι με τα παρήγορα λόγια που λένε στον άτυχο ιδιοκτήτη: ουδέν κακό αμιγές καλού. Τέτοια ατυχήματα κρατούν τη βιομηχανία σε λειτουργία. Τι θα γινόταν με τους κατασκευαστές τζαμιών, αν κανείς δεν έσπαγε ποτέ ένα παράθυρο;’ Με άλλα λόγια, το ατύχημα είναι ευκαιρία για έναν ολόκληρο κλάδο της οικονομίας. Παραγωγοί, προμηθευτές, μεταφορείς, εργάτες τοποθέτησης τζαμιών, πρώτες ύλες κ.ο.κ., όλοι όσοι κερδίζουν από την τοποθέτηση ενός νέου τζαμιού χαίρονται με κάθε παλιό τζάμι που σπάει. Σύμφωνα με αυτή τη λογική, όλες οι καταστροφές που συνέβησαν τόσο στα γαλλικά προάστια όσο και στα κέντρα των μεγαλουπόλεων έχουν και τη θετική τους πλευρά. Το κράτος θα αναγκαστεί να βρει τα χρήματα και να επενδύσει στην πραγματική οικονομία. Επαγγελματίες και βιοπαλαιστές θα χρηματοδοτηθούν από κρατικές επενδύσεις να επισκευάσουν τα σπασμένα, να αποκαταστήσουν τα κλεμμένα και τα κατεστραμμένα, να αποζημιώσουν τον χαμένο τζίρο. Τα πολυήμερα επεισόδια θα γίνουν δηλαδή αφορμή για εφαρμογή φιλολαϊκής σοσιαλιστικής οικονομικής πολιτικής από τη γαλλική κυβέρνηση, η οποία καλείται τώρα να αντλήσει τους πόρους για τον σκοπό αυτό. Δανεισμός, αύξηση της φορολογίας ή και χρήση κεφαλαίων αρχικά κατανεμηθέντων σε άλλους σκοπούς, όλοι αυτοί οι μηχανισμοί ή συνδυασμοί αυτών θα ενεργοποιηθούν για να εξασφαλιστούν να αναγκαία κεφάλαια για τη νέα οικονομική πολιτική δημόσιων επενδύσεων.
Θα μπορούσε μάλιστα να ισχυρισθεί κάποιος ότι οι εξεγερμένοι πέτυχαν τον σκοπό τους. Η εξέγερσή τους κατά του «κακού» φιλελευθερισμού και του επάρατου νεοφιλελευθερισμού της αγοράς καρποφόρησε. Πολέμησαν υπέρ μια νέας οικονομικής πραγματικότητας, την οποία στο τέλος διαμόρφωσαν με την πράξη τους. Όσο αποτρόπαια κι αν φαίνονται τα γεγονότα, οδήγησαν τελικά σε ένα μεγάλο καλό, την αλλαγή πλεύσης της οικονομίας, που μοιραία από φιλελεύθερη θα γίνει, εν μέρει τουλάχιστον, κρατιστική. Διότι φυσικά, σκοπός των επεισοδίων δεν ήταν ποτέ να αποδυναμωθεί το κράτος, αλλά να αναγκασθεί να κοιτάξει προς τη μεριά των εξεγερμένων, να διαθέσει τα μέσα του για να βελτιώσει τη ζωή τους, να χρηματοδοτήσει το δίκτυο μικροεπαγγελματιών και μικροεπιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στη «ζώνη». Αυτά όμως, έλεγε ο Bastiat, είναι μόνο «αυτά που βλέπουμε» και που ίσως θα δούμε. Υπάρχουν όμως και «αυτά που δεν βλέπουμε» και που σίγουρα δεν θα δούμε.
«Τώρα, στη φράση ‘ουδέν κακό αμιγές καλού’ εμπεριέχεται μια ολόκληρη θεωρία, την οποία είναι καλό να παρατηρήσουμε στην πράξη σε αυτή την πολύ απλή περίπτωση, αφού είναι ακριβώς η ίδια με εκείνη που, δυστυχώς, διέπει τους περισσότερους οικονομικούς μας θεσμούς. Ας υποθέσουμε ότι πρέπει να δαπανηθούν έξι φράγκα για την αποκατάσταση της ζημιάς. Αν θέλουμε να πούμε ότι το ατύχημα παράγει έξι φράγκα για τη βιομηχανία τζαμιών, ότι ενθαρρύνει την προαναφερθείσα βιομηχανία με το ποσό των έξι φράγκων, συμφωνώ, δεν αμφισβητώ σε καμία περίπτωση ότι συλλογιζόμαστε σωστά. Ο τζαμάς θα πάρει τα έξι φράγκα και θα ευχαριστήσει το enfant terrible. Αλλά αν καταλήξει κανείς στο συμπέρασμα, όπως γίνεται πολύ συχνά, ότι είναι καλό να σπάμε τζάμια, διότι αυτό κάνει το χρήμα να κυκλοφορεί, ενθαρρύνει τη βιομηχανία γενικά, τότε είμαι υποχρεωμένος να αναφωνήσω: σταματήστε εκεί! Η θεωρία σας σταματά σε αυτό που μπορούμε να δούμε, δεν λαμβάνει υπόψη της αυτό που δεν μπορούμε να δούμε. Και δεν βλέπουμε ότι, αφού ο αστός μας ξόδεψε έξι φράγκα για ένα πράγμα, δεν θα μπορέσει να τα ξοδέψει για κάτι άλλο. Δεν βλέπουμε ότι αν δεν είχε να αντικαταστήσει ένα παράθυρο, θα είχε αντικαταστήσει, για παράδειγμα, τα παλιά του παπούτσια ή θα είχε τοποθετήσει ένα άλλο βιβλίο στη βιβλιοθήκη του. Εν ολίγοις, θα είχε χρησιμοποιήσει τα έξι φράγκα του διαφορετικά». Όσοι λοιπόν σκέφτονται ότι οι καταστροφές κατά την περίοδο των ταραχών θα μπορούσαν τελικά να είναι ωφέλιμες για τους πολίτες, ας συλλογιστούν ότι τον μόνο που ευνοούν είναι τον ίδιο αυταρχικό κρατισμό, υπεύθυνο για την κατάσταση στις πόλεις της Γαλλίας.
Ο κ. Παναγιώτης Χριστιάς είναι Av. Kαθηγητής Πολιτικής και Κοινωνικής Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Κύπρου.