Του Παναγιώτη Χριστιά
Με τον αιφνίδιο θάνατο του Levi Eshkol, στις 26 Φεβρουαρίου 1969, το Εργατικό Κόμμα του Ισραήλ επιλέγει για πρωθυπουργό μια γυναίκα με ισχυρή προσωπικότητα και εξαιρετικές ηγετικές ικανότητες, η οποία πρωτοστάτησε στην ίδρυση του κράτους του Ισραήλ και υπηρέτησε πρώτα ως υπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και μετά ως υπουργός Εξωτερικών του David Ben Gourion.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της θητείας της ως πρωθυπουργού, η Golda Meir απολάμβανε την απόλυτη εμπιστοσύνη του ισραηλινού λαού. Κάτι τέτοιο κυρίως συνδεόταν με την αναπάντεχη και ολοκληρωτική νίκη του ισραηλινού στρατού κατά τον Πόλεμο των Έξι Ημερών του 1967, που προσέδωσε μοναδικό κύρος στους θεσμούς και την οργάνωση του κράτους του Ισραήλ. Πώς όμως το Ισραήλ κατάφερε μέσα σε λιγότερο από δύο δεκαετίες να δημιουργήσει ένα πλουραλιστικό κράτος δικαίου με συμπεριληπτικούς (inclusive) θεσμούς και κοινωνική αλληλεγγύη; Αυτό δεν σχετίζεται με την ανάγκη επιβίωσης, όπως πολλοί ισχυρίζονται, διότι η κατάσταση έκτακτης ανάγκης σπάνια απαιτεί δημοκρατικές αποκρίσεις. Αντίθετα, το Ισραήλ αντέδρασε στις προκλήσεις και στον διαρκή πόλεμο με τον ίδιο τρόπο που αντέδρασαν οι Αθηναίοι του Μιλτιάδη και του Θεμιστοκλή μπροστά στον περσικό κίνδυνο: όχι μόνο δεν περιόρισαν και δεν ανέστειλαν τη δημοκρατία, αλλά την ενίσχυσαν και τη βελτίωσαν.
Κυκλοφορούν διάφορες ρήσεις που αποδίδονται στην ευφυέστατη Golda Meir. Η συνεισφορά της στην ενδυνάμωση του κράτους δικαίου και της δημοκρατίας στο Ισραήλ είναι ανεκτίμητη. Μία από αυτές τις ρήσεις της αποδίδει με γλαφυρό τρόπο τη διαφορά ανάμεσα στους θεσμούς του Ισραήλ και τους θεσμούς των αραβικών κρατών που το περιβάλλουν: «Επιτρέψτε μου να σας πω τι έχουμε εμείς οι Ισραηλινοί εναντίον του Μωυσή. Μας οδήγησε για σαράντα χρόνια μέσα από την έρημο για να μας εγκαταστήσει τελικά στη μόνη γωνιά της Μέσης Ανατολής όπου δεν υπάρχει ούτε σταγόνα πετρέλαιο».
Αντίθετα όμως με ό,τι θα επιθυμούσε ο λαός του Ισραήλ, ο Μωυσής τού έδωσε αυτό που χρειαζόταν για να γίνει επιτυχημένο και όχι αποτυχημένο έθνος. «Γιατί αποτυγχάνουν τα έθνη;», ρωτούν οι Açemoglu και Robinson: «Τα έθνη αποτυγχάνουν οικονομικά εξαιτίας των απομυζητικών (extractive) θεσμών. Αυτοί οι θεσμοί κρατούν τις φτωχές χώρες σε κατάσταση φτώχιας αποτρέποντάς τες από το να εισέλθουν σε τροχιά ανάπτυξης». «Απομυζητικοί» (extractive) είναι οι θεσμοί που επιτρέπουν σε μια ολιγαρχία να απομυζάει τον πλούτο ενός έθνους, στερώντας από τον λαό του μια άνετη και αξιοπρεπή διαβίωση.
Αντίθετα, «συμπεριληπτικοί» (inclusive) είναι οι θεσμοί οι οποίοι επιτρέπουν στο μεγαλύτερο δυνατό ποσοστό των πολιτών ενός κράτους να μετέχουν στον συλλογικό πλούτο. Πολλές μελέτες έχουν αποδείξει ότι ο υπερβολικός ορυκτός πλούτος σε ένα κράτος οδηγεί σχεδόν πάντα στη δημιουργία απομυζητικών θεσμών. Αντίθετα, ένα έθνος έχει πολύ περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξει συμπεριληπτικούς θεσμούς, όταν o πλούτος του παράγεται από την εργασία και την ευφυία των πολιτών του, όταν στηρίζεται στην ανάπτυξη της οικονομίας του και του εμπορίου του, όταν προσπαθεί να αναπτύξει ανταγωνιστικά προϊόντα και ανταγωνιστική αγορά.
Όταν ο εθνικός πλούτος στηρίζεται απλώς στην εξόρυξη πετρελαίου και φυσικού αερίου, αυτό που συμβαίνει είναι ότι δεν αναπτύσσονται άλλοι αναγκαίοι οικονομικοί και κοινωνικοί θεσμοί, διότι δεν θεωρούνται αναγκαίοι. Έτσι, πολύ γρήγορα, αν όχι εξαρχής, ο εθνικός πλούτος μονοπωλείται από μια αυταρχική μειονότητα, η οποία επιβάλλει τυραννικό καθεστώς για να συνεχίσει ανενόχλητη να ωφελείται από την κατάχρηση του κοινού πλούτου.
Αυτό ακριβώς ξεχωρίζει το Ισραήλ από τους γείτονές του. Σε μεγάλο βαθμό, το μίσος κατά του Ισραήλ εδράζεται στο γεγονός ότι χρησιμεύει ως συνεκτική ουσία κοινωνιών και λαών που αναγκάζονται να ζουν σε κατάσταση εξαιρετικής ένδειας και εξαθλίωσης, κάτω από ακραίους αυταρχικούς και απομυζητικούς θεσμούς. Όποιος μελετάει την ιστορία, αναπόφευκτα θα καταλήξει στο ιστορικά θεμελιωμένο συμπέρασμα ότι το μίσος είναι το πραγματικό όπιο των λαών. Το μίσος κατά των Εβραίων εισήλθε στη γη της Παλαιστίνης από τους Ναζί κατά τη διάρκεια και μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Είναι πλέον γνωστές οι σχέσεις του Μουφτή της Ιερουσαλήμ με το ναζιστικό καθεστώς. Είναι επίσης γνωστό το περιεχόμενο του τηλεγραφήματος του 1943 του Χίμλερ στον ανώτατο Μουφτή Amin al-Husseini: «Το εθνικοσοσιαλιστικό κίνημα της Μεγάλης Γερμανίας υπήρξε από την αρχή σημαιοφόρος στη μάχη κατά του παγκόσμιου εβραϊσμού.
Για τον λόγο αυτό, παρακολουθεί στενά τη μάχη των Αράβων που αναζητούν την ελευθερία, ιδιαίτερα στην Παλαιστίνη, εναντίον των Εβραίων εισβολέων. Η κοινή αναγνώριση του εχθρού και ο κοινός αγώνας εναντίον του δημιουργούν την ισχυρή βάση [που ενώνει] τη Γερμανία και τους αναζητούντες την ελευθερία Άραβες σε όλο τον κόσμο. Σε αυτό το πνεύμα, είμαι στην ευχάριστη θέση να σας απευθύνω, στην επέτειο της άθλιας Διακήρυξης Μπάλφουρ [1917], τις θερμές ευχές μου για τη συνέχιση του αγώνα σας μέχρι τη μεγάλη νίκη». Όλοι πλέον γνωρίζουν τη δράση και το αποτρόπαιο έργο των ναζί εγκληματιών πολέμου που υπηρέτησαν ως σύμβουλοι στις αυλές της Συρίας και των Αδελφών Μουσουλμάνων κατά τις δεκαετίες του πενήντα και του εξήντα. Το μίσος αυτό χτίστηκε μεθοδικά για να επιτρέψει στις ντόπιες ολιγαρχίες να εκμεταλλεύονται τους λαούς τους και να καταπατούν τα δικαιώματα πρώτα των πολιτών τους και μετά των υπολοίπων.
Το μίσος του Ιράν κατά του Ισραήλ είναι αναγκαίο για τη διατήρηση της εξουσίας των Μουλάδων, προκειμένου να κατηγορούν ως προδότες τον γυναικείο και φοιτητικό πληθυσμό που εξεγείρεται εναντίον τους. Μισούν το Ισραήλ, γιατί μισούν τη δημοκρατία.
Ο κ. Παναγιώτης Χριστιάς είναι αν. καθηγητής πολιτικής και κοινωνικής φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Κύπρου.