Του Παναγιώτη Χριστιά
«Ποιον μπορώ τελικά να αναγνωρίσω ως εχθρό μου; Προφανώς αυτόν που με αμφισβητεί. Στον βαθμό που τον αναγνωρίζω ως εχθρό μου, αναγνωρίζω ότι με αμφισβητεί. Αλλά ποιος μπορεί πραγματικά να με αμφισβητήσει; Μόνο ο εαυτός μου». Αυτό έγραφε ο Carl Schmitt στο ημερολόγιο φυλακής του κατά τη διάρκεια της αποναζιστικοποίησης της Γερμανίας (Ex captivitate salus, 1945-1947). Ολοκλήρωνε τη σκέψη του με μια φράση του Däubler: «Ο εχθρός είναι η μορφή της αμφισβήτησης του εαυτού μου». Η αμφισβήτηση για την οποία μιλάει ο Schmitt δεν είναι η κριτική στάση απέναντι στις πράξεις μου, δεν είναι μια πράξη ηθικής συγκρότησης. Αντίθετα, είναι ο πειρασμός να αφήσω να κυριαρχήσει μέσα μου ό,τι πιο καταστροφικό και θηριώδες υπάρχει και πάνω σε αυτό να χτίσω την ταυτότητα και την ιστορική μου συνείδηση.
Ως έθνος, αυτό έπραξαν οι Γερμανοί μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και κυρίως τα χρόνια που ακολούθησαν την οικονομική καταστροφή του 1929 και είχαν ως συνέπεια την άνοδο και κυριαρχία του ναζισμού. Οδηγητικός μίτος της επικράτησης των σκοτεινών παθών στην ψυχή του γερμανικού λαού στάθηκε ο μύθος του σιωνισμού. Η κατασκευή του «εχθρού» είχε ήδη ξεκινήσει από πολύ νωρίτερα. Επρόκειτο για τον επάρατο λαό του Ισραήλ, ο οποίος είχε ταυτιστεί με τον καπιταλισμό και την τοκογλυφική χρηματο-οικονομία. Αναπαρίστατο σε ναζιστικές προπαγανδιστικές αφίσες της εποχής ως βρικόλακας να πίνει το αίμα του γερμανικού λαού και του πλανήτη. Η αδικαιολόγητη εχθρότητα εκφράστηκε με πρωτοφανή σκοτεινή και ανοίκεια στον κόσμο θρησκευτικότητα. Ο «Εβραίος» έγινε συνώνυμο της μιαρότητας που προκαλούσε ασθένειες στο υγιές τευτονικό σώμα του Γερμανικού Ράιχ, το οποίο, για να αναστηθεί, όφειλε να απαλλαγεί από το μίασμα. Αν αναρωτιέται κανείς αν αυτή είναι μια στάση «φυσιολογική» για έναν λαό σε πόλεμο, ταπεινωμένο και εξευτελισμένο, η ιστορική απάντηση είναι πως όχι. Στις αρχές του 15ου αιώνα, μια άσημη νεαρή κοπέλα αγροτικής καταγωγής ισχυρίστηκε ότι είχε λάβει εντολή από τον Αρχάγγελο Μιχαήλ, την Αγία Μαργαρίτα της Αντιόχειας και την Αγία Αικατερίνη της Αλεξάνδρειας να ελευθερώσει τη Γαλλία από την αγγλική κατοχή. Κατάφερε να συναντήσει τον Κάρολο Ζ΄, να ηγηθεί με επιτυχία των γαλλικών στρατευμάτων εναντίον των αγγλικών, να άρει την πολιορκία της Ορλεάνης και να οδηγήσει τον βασιλιά στη στέψη στη Reims, συμβάλλοντας έτσι στην ανατροπή της πορείας του Εκατονταετούς Πολέμου. Όταν η Ιωάννα της Λορραίνης (Jeanne D’Arc) ερωτήθηκε αν ήθελε να εξοντώσει τους Άγγλους, απάντησε ότι ήθελε απλώς να τους δώσει μια κλωτσιά για να τους στείλει στην άλλη πλευρά της Μάγχης.
Αν και ο ναζισμός ηττήθηκε, ο μύθος του Εβραίου καπιταλιστικού βρικόλακα επιζεί. Η μεταπολεμική αντισημιτική Αριστερά συνεχίζει να ταυτίζει το Ισραήλ με τον παγκόσμιο «διεφθαρμένο» καπιταλισμό και να βλέπει στους Άραβες της Παλαιστίνης το απόλυτο θύμα ενός οργάνου του αμερικανικού ιμπεριαλισμού στην Μέση Ανατολή. Δεν είναι μόνο το ότι το Ισραήλ αντιμετωπίζεται σαν μίασμα από τους Μουλάδες και τους ανένδοτους τζιχαντιστές, ως ο «Μεγάλος Σατανάς» χωρίς την εξόντωση του οποίου δεν θα υπάρξει ηρεμία στην περιοχή. Το αφήγημα αυτό έχει γίνει συνείδηση όλων σχεδόν των αραβικών εθνών αλλά και ενός μεγάλου μέρους της Ακροαριστεράς και της Ακροδεξιάς στη Δύση. Όταν το 1979, ο Χομεϊνί ανέτρεψε το διεφθαρμένο, δυτικόφιλο και μισητό από τον ιρανικό λαό καθεστώς του Σάχη, ανέλαβε την ίδια στιγμή να εξοντώσει το κράτος του Ισραήλ. Όσες πολιτικές ηγεσίες, όπως η Αίγυπτος, κατάφεραν να δουν την πραγματικότητα πίσω από τον μύθο και να μπουν στη λογική της διαπραγμάτευσης με το κράτος του Ισραήλ διαπίστωσαν ότι μπορούν να το εμπιστευτούν και να συνεργαστούν ειρηνικά και εποικοδομητικά μαζί του. Αυτές όμως οι ηγεσίες καταγγέλθηκαν ως προδοτικές των Αράβων από όλους εκείνους που σφαγιάζουν τους ίδιους τους τους λαούς, κρατούν τις γυναίκες υπόδουλες και συμπεριφέρονται απέναντι στους ξένους εργάτες σαν να είναι σκλάβοι. Οι ίδιοι υπονομεύουν την ειρήνευση στην περιοχή, δυναμιτίζοντας με τα πλέον ειδεχθή εγκλήματα το όποιο κλίμα καλής συνεργασίας δημιουργείται για την επίλυση των διαφορών.
Η θυσία των Αράβων της Παλαιστίνης και του λαού του Λιβάνου, όπως και των λαών τους άλλωστε, κρίνεται αναγκαία για τη συνέχιση του αγώνα. Φυσικά είναι ακόμη πιο αναγκαία για τη διατήρησή τους στην εξουσία, την οποία έχουν σφετεριστεί από τους λαούς τους. Βέβαια η λογική του κοινωνικού συμβολαίου ότι η εξουσία ανήκει στον λαό είναι αυτή του Μεγάλου Σατανά. Αυτοί είναι οι υπέρτατοι καθοδηγητές των λαών τους, όχι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι και υπηρέτες του. Για όποιους σκοπούς και στόχους και μέσα από όποιες διαδικασίες και συνθήκες κι αν δημιουργήθηκαν τα τάγματα δημίων της Χεζμλπολάχ και της Χαμάς, οι ειδεχθείς τους επιθέσεις και φρικαλεότητες εναντίον του κράτους του Ισραήλ μαρτυρούν τη μαύρη ιδεολογία τους, που θέλει το Ισραήλ μίασμα προς εξολόθρευση. Λίβανος και Παλαιστίνη είναι όμηροι των τρομοκρατικών οργανώσεων, οι οποίες υποτίθεται ότι πολεμάνε τον μιαρό εχθρό. Μόνο όταν οι ίδιοι οι Παλαιστίνιοι, οι Λιβανέζοι και οι Άραβες της Μέσης Ανατολής που θέλουν να ζήσουν ειρηνικά στον τόπο τους το αντιληφθούν θα επέλθει η πολυπόθητη ειρήνη. Αυτός είναι και ο πραγματικός εχθρός, όποιος ωθεί καθημερινούς ανθρώπους της Παλαιστίνης να διαπράξουν θηριωδίες. Όπως έλεγε και ο Αριστοτέλης, θηριωδία είναι η ακραία συμπεριφορά κάποιου που ενώ είναι άνθρωπος, πετάει οτιδήποτε ανθρώπινο έχει και συμπεριφέρεται σαν να ήταν θηρίο.
Ο κ. Παναγιώτης Χριστιάς είναι αν. καθηγητής πολιτικής και κοινωνικής φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Κύπρου.