Του Παναγιώτη Χριστιά
Αυτό που χαρακτήριζε ιδιαίτερα την περίοδο του Διαφωτισμού ήταν η άνοδος της οικονομικής τάξης ή του «συστήματος των αναγκών», όπως αναφερόταν στον πρώιμο διαφωτισμό. Δηλωμένη πρόθεση της οικονομίας ήταν να περιορίσει την εξουσία και την αυθαιρεσία των ηγεμόνων και της κυρίαρχης πολιτικής τάξης. Στην εύστοχη ανάλυση του Μισέλ Φουκώ γίνεται λόγος για την παλαιά, προ-οικονομική, πολιτική που στηριζόταν στην ωμή βία και είχε σκοπό να εξουδετερώσει, πολύ συχνά θανατώνοντας, τους εχθρούς του ηγεμόνα, άτομα ή και ολόκληρους λαούς. Η νέα πολιτική, συνεχίζει ο Γάλλος στοχαστής, είναι περισσότερο πολιτική οικονομία παρά πολιτική. Καθότι μετέρχεται βιοπολιτικά μέσα, στοχεύει στην αύξηση του πληθυσμού, στην προστασία του από ασθένειες και τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσής του. Παράλληλα προωθεί τον εξορθολογισμό της διοίκησης, την κατανομή δηλαδή των εξουσιών, των αρμοδιοτήτων και των ευθυνών στο πλαίσιο της προσπάθειας για επίτευξη μιας αποτελεσματικής διακυβέρνησης. Σκοπός του φιλελεύθερου αυτού εγχειρήματος είναι η αύξηση της παραγωγικής ικανότητας του λαού, ο οποίος γαλουχείται από την ιδεολογία της εργασίας.
H εργασία, σύμφωνα και με τον Τζον Λοκ, έχει αναχθεί σε μοναδικό τρόπο νομιμοποίησης εισοδημάτων και ιδιοκτησίας, ενώ έχει καταδικαστεί κάθε μορφή πλουτισμού προερχόμενου από εξουσιαστικές δομές. Ο Μαξ Βέμπερ ονόμασε αυτό το κυριαρχικό σύστημα «ορθολογικό-γραφειοκρατικό». Σύμφωνα με αυτό, βάση της εξουσίας αποτελούν οι καθιερωμένοι νόμοι, κανόνες και οι κατεστημένες δομές. Αυτό το σύστημα το αντιπαρέθεσε στο «παραδοσιακό», όπου η εξουσία καθορίζεται και ενσαρκώνεται από τους τρόπους ζωής του παρελθόντος και την αυθεντία των πρεσβυτέρων. Ο Βέμπερ μάλιστα προειδοποίησε ότι το «παραδοσιακό» σύστημα κυριαρχίας συχνά εκτρέπεται σε «δεσποτικό-σουλτανικό». Εκεί η εξουσία συγκεντρώνεται στα χέρια ενός τυράννου, ο οποίος επικαλείται τις παραδοσιακές αρχές και αξίες για να επιβάλει αυθαίρετα τη βούλησή του στο σύνολο του λαού.
Οι δυο αυτές μορφές κοινωνικής και πολιτικής κυριαρχίας πηγάζουν από τις εμπειρίες των αντίστοιχων λαών που τις υιοθέτησαν ή τις παρήγαγαν. Ακόμη και οι επαναστάσεις σε έναν τόπο διαφέρουν από αυτές σε έναν άλλο, επειδή οι αλλαγές τις οποίες επαγγέλλονται οι δυνάμεις της κοινωνικής και πολιτικής αλλαγής και τις οποίες προσπαθούν να θεσμοθετήσουν δεν βρίσκουν παντού και πάντα πρόσφορο έδαφος για να ευδοκιμήσουν. Έτσι, ενώ στην καπιταλιστική ευρωπαϊκή δύση επικράτησε το ορθολογικό-γραφειοκρατικό μοντέλο εξουσίας, η ρωσική ανατολή έμεινε δέσμια του δεσποτισμού που τη μάστιζε από την εποχή του Ιβάν του τρομερού, του παράφρονα πρώτου τσάρου της Ρωσίας (1547), ο οποίος δολοφόνησε με το σκήπτρο του τον ίδιο του τον γιο. Κανείς δεν είναι σε θέση να γνωρίζει ποιο από τα δύο διαμορφώνει το άλλο, η νοοτροπία και οι παραδόσεις ενός λαού τη θρησκεία του ή η θρησκεία τη νοοτροπία του λαού. Το βέβαιο όμως είναι ότι ο Χριστιανισμός δεν διαμορφώθηκε με τον ίδιο τρόπο στην ορθόδοξη Ρωσία και στην καθολική και μετέπειτα προτεσταντική δυτική Ευρώπη.
Η Δυτική Εκκλησία από πολύ νωρίς καλλιέργησε την αριστοτελική λογική και παρήγαγε σχολές λογικής σκέψης, όπως ο σχολαστικισμός. Αυτές οι σχολές υπήρξαν ρηξικέλευθες, καθώς διαμόρφωσαν έναν εξορθολογισμένο λόγο περί του Θεού, απομακρύνοντας τη χριστιανική πίστη από την τυφλή υποταγή και την πολιτική δεσποτεία. Έτσι, ο εισηγητής του σχολαστικισμού Θωμάς Ακινάτης (1225-1274) απέδειξε λογικά ότι ο Θεός δεν είναι παντοδύναμος, αλλά δρα εντός συγκεκριμένων ορίων. Στο γνωστό «παράδοξο της παντοδυναμίας», «μπορεί ο Θεός να φτιάξει μια πέτρα τόσο μεγάλη που να μην μπορεί να τη σηκώσει;», ο Θωμάς απαντάει κατηγορηματικά «όχι».
Ο Θωμάς προχώρησε όμως και ένα βήμα παρακάτω: αποδέχθηκε και αιτιολόγησε την τυραννοκτονία. Η λογική, σημείωσε, απαιτεί το ανθρώπινο δίκαιο να αποσκοπεί στο κοινό καλό. Αλλά αυτό δεν ισχύει για την τυραννία.
Στην τυραννία το κοινό καλό δεν μπορεί να επιτευχθεί, αφού μέσα στην απόλυτη διαφθορά δεν μπορεί να ευδοκιμήσει κανενός είδους νόμος. Κατά συνέπεια, ο Θωμάς ήταν πρόθυμος να δικαιολογήσει τη δολοφονία του Καίσαρα από τον Βρούτο και τους συνωμότες, αφού είχε καταλάβει βίαια την εξουσία και χωρίς τη συναίνεση των υπηκόων του. Έγραψε λοιπόν με ενθουσιασμό ότι εκείνος που θανάτωσε έναν τέτοιο τύραννο το έκανε «για να ελευθερώσει την πατρίδα του» (ad liberationem patriae) και πρέπει να «επαινείται και να ανταμείβεται» (laudaturet praemium accipit).
Ο τύραννος είναι προδότης του κοινού καλού και όποιος τον απομακρύνει ενεργεί υπέρ του κοινού καλού. Και μπορεί ο ηγεμόνας να είναι τυπικά νόμιμος, αλλά να έχει πάψει να κυβερνά προς όφελος της κοινότητας αποβλέποντας μόνο στο δικό του συμφέρον. Ένας τέτοιος ηγεμόνας παύει αναπόφευκτα να είναι νόμιμος και μετατρέπεται σε τύραννο. Η λογική αυτή του Θωμά κατέστη κοινός τόπος στα «κάτοπτρα ηγεμόνος», τις πραγματείες δηλαδή που γαλούχησαν πρίγκιπες και ηγεμόνες των αυλών της Ευρώπης.
Τέτοια ήταν και η περίφημη επιστολή στον Βασιλέα της Κύπρου, πιθανόν τον Ούγο Γ΄, που βασίλευσε από το 1267 έως το 1284. Το «Περί βασιλείας στον Βασιλέα της Κύπρου» (De regno), έργο αποδιδόμενο στον Θωμά, αλλά μάλλον γραμμένο από μαθητή του, υποδεικνύει ότι ο τύραννος είναι η άρνηση όλων των χαρακτηριστικών του ενάρετου βασιλιά. Ο τύραννος καταστρέφει την κοινωνική εμπιστοσύνη. Η αιτιολόγηση της τυραννοκτονίας ενέπνευσε στη Δύση το έλλογο πάθος κατά της αυθαιρεσίας της εξουσίας. Κάτι το οποίο αδυνατεί να δει σήμερα ο Ευρωπαίος στη Ρωσία του Πούτιν.
Ο κ. Παναγιώτης Χριστιάς είναι αν. καθηγητής του Πανεπιστημίου Κύπρου και εταίρος του ερευνητικού κέντρου «Ευρωπαϊκές Δυναμικές» του Πανεπιστημίου του Στρασβούργου.