Του Παναγιώτη Χριστιά
Η φράση αυτή ανήκει στον Γιάννη Τσαρούχη. Αφορούσε τα κακώς κείμενα της ελληνικής πραγματικότητας κάπου στη δεκαετία του 1990. Τι θα είχε να πει σήμερα ο αείμνηστος δάσκαλος για το όνειδος της Δύσης, ενώ βλέπει την ηγέτιδα δύναμή της να αντιμετωπίζει ακόμη μια φορά υποκριτικά και κυνικά τη σφαγή δέκα εννέα αθώων παιδιών και δύο δασκάλων από διαταραγμένο δεκαοκτάχρονο νεαρό, που για τα γενέθλιά του αγόρασε ένα αυτόματο όπλο με σκοπό να σκορπίσει τον θάνατο σε δημοτικό σχολείο; Την ίδια στιγμή οι ΗΠΑ και οι δυτικοί σύμμαχοί τους ορθά καταγγέλλουν ειδεχθή εγκλήματα πολέμου που διαπράττει η Ρωσική Ομοσπονδία σε βάρος της Ουκρανίας, βομβαρδίζοντας σχολεία και εκτελώντας άμαχο πληθυσμό. Δύσκολα μπορεί κανείς να διακρίνει ποιο από τα παρακάτω εγκλήματα είναι το πιο απάνθρωπο. Ένα ανάλγητο κράτος που επιτίθεται κυνικά σε ένα άλλο για να το υποδουλώσει ή ένα κράτος που, ενώ υπερασπίζεται τα ατομικά δικαιώματα και την ελευθερία, παράλληλα διαθέτει όπλα για όλους, αδυνατώντας ωστόσο να προστατεύσει ανυπεράσπιστους πολίτες που ζουν υπό την κηδεμονία του νόμου του; Συγκλονίζουν τελευταία στο διαδίκτυο εικόνες με Ουκρανές μανάδες να θάβουν τα παιδιά τους. Τι γίνεται όμως με τις Αμερικανίδες μανάδες που κάθε πρωί αφήνουν τα παιδιά τους στο σχολείο τρέμοντας και έχοντας μόνο την ελπίδα ότι θα τα παραλάβουν ζωντανά το μεσημέρι; Και τι να πει κανείς για τις εκατοντάδες Αμερικανίδες που επισκέπτονται τα παιδιά τους στο νεκροταφείο αντί να τα αφήσουν στο σχολείο; Το μόνο που επιδιώκουν είναι, όχι εκδίκηση, αλλά να σταματήσει το κακό. Άραγε τι είναι αυτό που εμποδίζει στο να μπει ένα τέλος στο όνειδος αυτό της αμερικανικής δημοκρατίας;
Το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα των Αμερικανών πολιτών να φέρουν όπλα είναι μια έκφραση χυδαίου και πρόστυχου κερδοσκοπικού κυνισμού που εδραιώνεται στα σαθρά θεμέλια μιας θεωρίας συνωμοσίας. Αυτή αποτελεί το addendum της ίδρυσης του αμερικανικού ομοσπονδιακού κράτους. Όταν ο Edmund Burke, εξέχον μέλος του Βρετανικού κοινοβουλίου, υπερασπιζόταν τον πόλεμο των Αμερικανών αποίκων του αγγλικού Στέμματος για ανεξαρτησία, έλεγε ότι το πνεύμα του αιτήματός τους ευθυγραμμιζόταν με το αγγλικό πνεύμα της ελευθερίας. Η αμερικανική συνταγματική τάξη αποτελούσε δηλαδή μια ριζοσπαστικοποίηση της αγγλικής έννοιας της ελευθερίας. Στην πρώτη και μεγαλύτερη φιλελεύθερη κοινωνία της Ευρώπης της εποχής, η ελευθερία νοούνταν ως «ελευθερία από» (αρνητική ελευθερία) την κρατική και βασιλική αυθαιρεσία. Δεν νοούνταν ως «ελευθερία για» (θετική ελευθερία) μια καλύτερη ζωή, για ίσες ευκαιρίες και αξιοπρεπή βίο, όπως θα ορισθεί από τη Γαλλική Επανάσταση, τέκνο της οποίας είναι η σημερινή Ευρώπη. Η περίφημη magna carta, η μυθική αυτή κατοχύρωση των ατομικών δικαιωμάτων δεν ήταν τίποτε άλλο από έναν τίμιο συμβιβασμό ανάμεσα στον βασιλικό οίκο του μονάρχη και στους οίκους των ευγενών ολιγαρχών γαιοκτημόνων, τους οποίους άλλωστε και αφορούσε το μεσαιωνικό κείμενο του Ιωάννη του Ακτήμονος. Η απαγόρευση καταδίκης και δήμευσης της περιουσίας των ακτημόνων δουλοπάροικων σίγουρα δεν ήταν το θέμα της μεγάλης χάρτας, αφού οι τελευταίοι δεν είχαν γη για να τους κατασχέσει ο μονάρχης τύραννος. Σύμφωνα με την υπόθεση της ριζοσπαστικοποίησης του αγγλικού πνεύματος της ελευθερίας, το αμερικανικό σύνταγμα, προστατεύοντας το δικαίωμα στην οπλοκατοχή, δεν προασπίζεται την ελευθερία για μια «καλή ζωή» των πολιτών αλλά την ελευθερία των ολιγαρχών να κερδοσκοπούν ερήμην του κράτους. Καθίσταται πλέον σαφές πως ο περιορισμός του κράτους δεν ευνοεί τους πολίτες αλλά μια ορισμένη αμερικανική τάξη πλουτοκρατών.
Ποιο είναι όμως το πνεύμα της ελεύθερης διάθεσης ιδιαίτερα φονικών επιθετικών όπλων στους πολίτες; Ο μελετητής της αμερικανικής πολιτικής ιστορίας εύκολα θα καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο Αμερικανός πολίτης δεν κατέχει όπλα για να μπορέσει να αμυνθεί σε έναν υποτιθέμενο εξωτερικό εχθρό, τους Άγγλους αποικιοκράτες ή τους Σοβιετικούς κομμουνιστές ή τους Ρώσους τυράννους. Έχει στην κατοχή του όπλα για να προστατευθεί από την τυραννία του αμερικανικού ομοσπονδιακού κράτους. Αυτή είναι και η πρώτη και μόνη συνταγματικά κατοχυρωμένη θεωρία συνωμοσίας στην ιστορία της Δύσης. Οι αμερικανικές πολιτείες πρέπει να έχουν στρατό ετοιμοπόλεμο και πολίτες-στρατιώτες οπλισμένους και εκπαιδευμένους, έτοιμους να αντιμετωπίσουν την ένοπλη εισβολή του αμερικανικού ομοσπονδιακού κράτους στην πολιτεία τους. Όσο παράλογο κι αν ακούγεται αυτό, είναι η μόνη νομιμοποίηση της σφαγής στο Τέξας.
Τι κι αν μια τέτοια διευθέτηση αντιτίθεται στον κοινό νου που διαφεντεύει τη νεότερη πολιτική τάξη. Τι κι αν αντιτίθεται στον ορισμό και στην κοινωνική εντολή του Λεβιάθαν να προστατεύει την ατομική ζωή από «βίαιο θάνατο από το χέρι συνανθρώπου». Τι κι αν ακόμη και αυτοί που την επικαλούνται αναγκάζονται να ομολογήσουν ότι δεν συμφωνούν αλλά ότι αυτό είναι το Σύνταγμα. Μια στρατιά από ανώτατους δικαστές ορισμένους από τον Τραμπ και μέλη του Κογκρέσου και της Γερουσίας άγονται και φέρονται από ταπεινά συμφέροντα σκοτεινών λόμπι της βιομηχανίας όπλων. Την ημέρα της τραγωδίας χύνουν κροκοδείλια δάκρυα στα κοινωνικά δίκτυα, την επόμενη όμως μέρα κάνουν τα πάντα για να υπονομεύσουν οποιαδήποτε προσπάθεια απαγόρευσης ή έστω και περιορισμού της πώλησης όπλων. Έχουν όμως το κεφάλι τους ήσυχο, αφού «υπερασπίζονται» τις συνταγματικά κατοχυρωμένες ελευθερίες τους. Είναι να αναρωτιέται κανείς αν αυτή η Αμερική εκφράζει τελικά το πνεύμα της ελευθερίας για το οποίο οι Ευρωπαίοι θυσιάζουν την καθημερινότητά τους πολεμώντας τον Ρώσο δυνάστη. Είναι αμφίβολο αν αυτή η Αμερική είναι άξια να ηγηθεί στον μεγάλο ηθικό αγώνα της Δύσης κατά της απολυταρχίας.