Του Παναγιώτη Χριστιά
Ο Μισέλ Φουκώ, παρότι υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους στοχαστές πάνω σε σύγχρονους θεσμούς, όπως η γέννηση της φυλακής και της κοινωνίας της επιτήρησης, του ασύλου και της ψυχιατρικής, η τάξη του λόγου και η δικαστική αρχή, η «ετεροτοπία» και η βιοπολιτική, η παρρησία και η κριτική, εντούτοις δεν άφησε κάποιο σπουδαίο έργο σχετικά με την εκπαίδευση. Ασφαλώς και βρίσκουμε στοχασμούς του πάνω στην παιδεία και στη δυτική νοοτροπία διαμόρφωσης των «σωμάτων» από τους σύγχρονους θεσμούς της εργασίας και της καπιταλιστικής αγοράς, όχι όμως ένα έργο πάνω στη γέννηση του δημοκρατικού σχολείου, όπως ενδεχομένως θα αναμενόταν. Αν χρησιμοποιούσαμε τη νιτσεϊκή μέθοδο του Φουκώ, τη «γενεαλογία» δηλαδή, θα λέγαμε ότι η αρχή του νεότερου εκπαιδευτικού συστήματος δεν είναι ούτε η μετάδοση της γνώσης ούτε η «κοινωνικοποίηση», όρος που χρησιμοποιείται αφειδώς σήμερα χωρίς ιδιαίτερη σημασία, πέρα από αυτή του «συναγελάζομαι». Μια γενεαλογική προσέγγιση εύκολα θα διέκρινε ότι αρχή του δημοκρατικού σχολείου είναι το κατεξοχήν δημοκρατικό πάθος της ισότητας και του εξισωτισμού. Το πάθος αυτό, ως αρχή της δημοκρατικής κοινωνίας, το διέκριναν πολύ ορθά φιλόσοφοι του 18ου και του 19ου αιώνα, όπως ο Μοντεσκιέ και ο Τοκβίλ. Η φιλοσοφία δε του νεότερου, «δημοκρατικού» εκπαιδευτικού συστήματος γράφτηκε το 1762 από τον μεγαλύτερο ίσως εκπρόσωπο του γαλλικού Διαφωτισμού, τον Ζαν Ζακ Ρουσσώ. Στον «Αιμίλιο ή Περί εκπαίδευσης», ο Γάλλος διαφωτιστής παρατηρεί, αντίθετα απ’ ό,τι θα πίστευε ο δημοκράτης του σήμερα, ότι οι φτωχοί δεν χρειάζονται εκπαίδευση, διότι αυτούς τους εκπαιδεύει η ανάγκη. Αυτοί που χρήζουν παιδείας είναι οι πλούσιοι, για να μπορέσουν μέσα από την εκπαιδευτική διαδικασία να αποβάλουν το ελιτίστικο πνεύμα που απέκτησαν λόγω του αριστοκρατικού-φεουδαλικού οικογενειακού και κοινωνικού τους περιβάλλοντος.
Για τον λόγο αυτό, ο μικρός Αιμίλιος, για τον οποίο μαθαίνουμε με καθυστέρηση ότι έχει, αν όχι τεράστια, σημαντική περιουσία, μεγαλώνει απομονωμένος από τον διεφθαρμένο κοινωνικό περίγυρο. Ο Αιμίλιος αναπτύσσεται στη φύση και, μέχρι την εφηβική του ηλικία, το μόνο βιβλίο που χρειάζεται είναι ο «Ροβινσώνας Κρούσος», η αφήγηση δηλαδή της ζωής ενός ανθρώπου που αναγκάστηκε να μάθει όλα τα επαγγέλματα προκειμένου να επιβιώσει στη φύση, αφού δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει τον μόχθο συνανθρώπων του για να βρει έτοιμα τα προς το ζην. Τέτοια οφείλει να είναι «η παιδεία του δημοκρατικού ανθρώπου», όπως εύστοχα σχολιάζει ο Allan David Bloom: πρέπει να ξεριζώνει από το άτομο, από μικρή ηλικία, το κοινωνικό κακό, τη φιλαυτία (amour propre). Δεν είναι μεμπτό να προτιμάμε τον εαυτό μας από τους άλλους, σχολιάζει ο Bloom. Αυτό εξάλλου εκφράζει η ρουσσωική έννοια της αγάπης του εαυτού (amour de soi), η κοινωνική εκδήλωση τού ενστίκτου της αυτοσυντήρησης. Μεμπτό είναι να απαιτούμε από τους άλλος να προτιμάνε εμάς αντί για τον εαυτό τους, όπως απαιτεί ο φίλαυτος. Αν παρατηρήσει κανείς προσεχτικά τους σχολικούς κώδικες και κανόνες συμπεριφοράς εύλογα θα καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το δημοκρατικό σχολείο στοχεύει στη μαζικοποίηση και όχι στη διαμόρφωση της ατομικής προσωπικότητας· στην κοινωνική απομόνωση και όχι στη μύηση στη συλλογική εργασία και την κοινωνική συνύπαρξη και σύμπραξη.
Ένα κοινό στοιχείο που συνδέει το δημοκρατικό σχολείο, τη φυλακή και το άσυλο είναι η συνειδητή προσπάθεια εξάλειψης κάθε ιδιωτικότητας και ατομικότητας. Αυτό προφανώς εκφράζεται με την παράδοση της σχολικής ποδιάς ή της στολής του σχολείου. Κάθε στοιχείο διαφοροποίησης, οτιδήποτε δηλαδή θα παρέπεμπε σε έναν διαφορετικό τρόπο ζωής ή σκέψης απαγορεύεται. Αντίθετα ενθαρρύνεται η προσήλωση στην «καλή» συμπεριφορά, στην ξύλινη γλώσσα και στον τεχνητό σεβασμό στα σύμβολα. Ακόμη και σε χώρες όπου δεν εφαρμόζεται πλέον το μέτρο της ενιαίας περιβολής, ισχύουν όλα τα άλλα. Ακόμη περισσότερο, η διάταξη των θρανίων, ώστε οι μαθητές να βλέπουν και να ακούν μόνο τον δάσκαλο, τη δασκάλα, τον καθηγητή ή την καθηγήτρια, είναι ένα από τα μέτρα που «απομονώνουν» τον μαθητή από τους συμμαθητές του. Όπως όλοι γνωρίζουν, το «να μιλάς στην τάξη», ενώ είναι το πλέον φυσικό μέσο κοινωνικοποίησης, αφού κοινωνείς και μεταδίδεις τον λόγο και το πάθος σου στον άλλο, είναι τρόπον τινά «ποινικοποιημένο» στη σχολική διαδικασία της διδασκαλίας. Ακόμη χειρότερη είναι η διαδικασία της εξέτασης ή του διαγωνίσματος. Απαγορεύονται οι «συνεργασίες» και ο εξεταζόμενος δεν έχει να περιμένει καμία βοήθεια από το περιβάλλον του: όπως ακριβώς ο Ροβινσώνας, βρίσκεται μόνος αντιμέτωπος με το νησί του. Και εδώ έγκειται η μεγαλύτερη υποκρισία του «δημοκρατικού» σχολείου: ενώ πολεμάει τον ελιτισμό του πλούτου και της ύλης, δημιουργεί έναν ελιτισμό του πνεύματος, που θέλει οι «κακοί» και «άτακτοι» μαθητές να γίνονται εγκληματίες όταν μεγαλώσουν και να καταλήγουν στα «κάτεργα», όπως παρατηρεί και o Ζωμός (Le Bouillon), ο επιτηρητής του σχολείου στον «Μικρό Νικόλα».
Η ειρωνεία είναι ότι ο ίδιος ο Ρουσσώ έθεσε και τα όρια της εκπαιδευτικής του φιλοσοφίας. Στην αρχή του «Αιμίλιου» ο Γάλλος στοχαστής εξηγεί ότι έγραψε το έργο αυτό, επειδή η δημοκρατική κοινωνία δεν υπάρχει. Γιατί, αν υπήρχε, δεν θα έγραφε τίποτε, απλά θα παρέπεμπε στο μεγαλύτερο έργο περί παιδείας που γράφηκε ποτέ, την «Πολιτεία» του Πλάτωνα. Μήπως είναι καιρός στη δημοκρατική εποχή που ζούμε να ακούσουμε τη συμβουλή του Ρουσσώ και να εγκαταλείψουμε τη «δημοκρατική» του παιδεία για να ακολουθήσουμε τη φιλοσοφική παιδεία του Πλάτωνα; Η φιλοσοφική παιδεία είναι αυτή που πραγματικά στοχεύει στη διαμόρφωση του πολιτικού αισθήματος του συνόλου, μεταλαμπαδεύοντας την κοινά αποκτημένη γνώση στις ερχόμενες γενιές.
Ο κ. Παναγιώτης Χριστιάς είναι αν. καθηγητής πολιτικής και κοινωνικής φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Κύπρου.