Του Παναγιώτη Χριστιά
«Δεν θα συγχωρήσω ποτέ την οικογένειά μου, την Αριστερά, που εγκατέλειψε το έθνος στους εθνικιστές, την ενσωμάτωση των μεταναστών στους ξενοφοβικούς και το κοσμικό κράτος στους κοινοτιστές». Ο λόγος αυτός ανήκει στον Jean Daniel Bensaid, γόνο εβραϊκής οικογένειας, γεννημένο στην Αλγερία το 1920. Γνωστός με το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Jean Daniel, υπήρξε σπουδαίος στοχαστής, κομμάτι της παρισινής διανόησης, ιδρυτής (1964), διευθυντής και αρθρογράφος του Nouvel Observateur. Μέρος της σημαντικής παρακαταθήκης του στον γαλλικό και ευρωπαϊκό πολιτικό πολιτισμό, το έργο του με τίτλο «Για τη συμφιλίωση της Γαλλίας. Μια βιωμένη ιστορία του έθνους» δημοσιεύεται έναν σχεδόν χρόνο μετά το θάνατό του, πέρυσι τον Φεβρουάριο. Πρόκειται για συλλογή κειμένων που καλύπτει τέσσερις δεκαετίες σκέψης και προβληματισμού του συγγραφέα και αρθρογράφου. Τα κείμενα επέλεξε και συνέθεσε ο Benoit Kanabus, δίνοντας έμφαση στα ερωτήματα που απασχολούν τη γαλλική αλλά και τις ευρωπαϊκές κοινωνίες μας σήμερα, ενώ τον πρόλογο υπογράφει ο Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας Emmanuel Macron. Στην πολιτική αυτή διαθήκη του, ο Jean Daniel μέμφεται την προοδευτική αριστερή ιδεολογία, όπως αυτή ρίζωσε στη Γαλλία κατά τις δεκαετίες του 1960 και του 1970, επειδή σε μια διαρκή φυγή από την πραγματικότητα έχασε τον ιστορικό ορίζοντα εντός του οποίου χτίζονται οι ανθρώπινες κοινωνίες. Η εμμονική αναζήτηση και η αδιάκοπη προσπάθεια για ιδεολογική επιβολή του οικουμενισμού στέρησε από τους ιδεολογικούς ταγούς της παγκόσμιας κοινωνίας την αίσθηση της πολιτικής πραγματικότητας στην οποία ζούσαν οι συμπολίτες τους.
Αναζητώντας τον οικουμενικό άνθρωπο, όπως έγραφε και στα 1790 ο Edmund Burke, το κόμμα της «προόδου» αγνόησε το γεγονός ότι μια ιστορικά συγκροτημένη κοινότητα εδραιώνεται πάνω στην παράδοση, τη γλώσσα και τα έθιμα, τις ιστορίες και τις μνήμες. Η πολιτική κοινωνία έχει έμφυτη την ανάγκη για παρελθόν, ρίζες και ιστορική συνέχεια. Από την ιστορική της παράδοση προέρχονται οι αξίες της, τόσο εκείνες πάνω στις οποίες βασίζεται η πολιτική και συνταγματική της τάξη, το κράτος ισότητας και δικαίου, όσο και η επαναστατική και μεταρρυθμιστική παράδοση αμφισβήτησης και κριτικής στάσης. Η κριτική παρακαταθήκη είναι ικανή να πετύχει όχι μόνο μικρές και επιπόλαιες αλλαγές αλλά και ριζικές κοινωνικές ανατροπές. Μπορεί να στηρίξει κινήματα μειονοτήτων και να επιδείξει αλληλεγγύη στους συνανθρώπους μας που ξεριζώνονται από τις εστίες τους, αναζητώντας μια θέση στον ήλιο της Ευρώπης. Απαραίτητη όμως προϋπόθεση είναι να μη χαθεί η πραγματικότητα του έθνους, ο ιστορικός του λόγος και η ενσαρκωμένη παρουσία του πνεύματός του στην καθημερινότητά του, στους οικονομικούς και κοινωνικούς θεσμούς του.
Σε αυτό το υπόβαθρο της αναγκαιότητας της εθνικής ζωής, το έργο δίνει ιδιαίτερη έμφαση στον έλεγχο της μετανάστευσης και την ουσιαστική ενσωμάτωση των νεοεισερχόμενων στην εθνική και ευρωπαϊκή ιστορία και την κοινωνική και πολιτική παράδοση για να καταπολεμηθεί ο ρατσισμός και να επιβεβαιωθεί ο κοσμικός χαρακτήρας της ευρωπαϊκής κοινωνίας των πολιτών. Οι μετανάστες των δεκαετιών του 1910 και του 1950, για παράδειγμα, ένιωθαν την ανάγκη να γίνουν ένα με την κοινωνία υποδοχής τους. Έδιναν ιδιαίτερη έμφαση στην εκμάθηση της γλώσσας, στην υιοθέτηση της εθνικής νοοτροπίας, τη ζύμωση με τα ήθη, τα έθιμα και τις καθημερινές συνήθειες. Δεν ήθελαν να «διαφέρουν» από τους άλλους. Είχαν ως μοναδική επιθυμία να αφομοιωθούν και να ριζώσουν στην κοινωνία, στην οποία εργάζονταν και ζούσαν, θεωρούσαν δε στίγμα τη διαφοροποίησή τους από το σώμα της εθνικής κοινωνίας. Μετά από πενήντα χρόνια ιδεολογικής κυριαρχίας της φιλοσοφίας της «διαφορετικότητας», κάθε προσπάθεια ένταξης των μεταναστών στο εθνικό και ευρωπαϊκό πλαίσιο ζωής θεωρείται ρατσιστικό από τους ταγούς της «προόδου». Οι νέες γενιές μεταναστών ενδιαφέρονται να κρατήσουν την ταυτότητα προέλευσής τους, τη γλώσσα τους, τη θρησκεία τους, τις συνήθειές τους και τους ιδιαίτερους νόμους της κοινωνίας από την οποία προέρχονται. Ακόμη περισσότερο, θεωρούν ότι οι κοινωνίες υποδοχής τους πρέπει ν’ αλλάξουν, να ενστερνισθούν τις ιδιαίτερες αξίες των μεταναστών προσαρμόζοντας τους θεσμούς, τους νόμους και την παιδεία τους. Θεωρούν ότι πρέπει να εξασφαλίσουν στον μετανάστη ή τον πρόσφυγα το δικαίωμα να ζει σύμφωνα με αξίες ξένες προς το κοσμικό κράτος και το κράτος ισότητας και δικαίου. Όπως χαρακτηριστικά έγραφε ο Tariq Ramadan, «οι νέοι μετανάστες, μουσουλμάνοι ή μη, έχουν το δικαίωμα ν’ αλλάξουν τη γαλλική ταυτότητα». Τότε όμως, γράφει ο Jean Daniel, η Δημοκρατία «μπορεί να θεωρήσει ότι κινδυνεύει».
Η εθνική ζωή δεν είναι μια λεία επιφάνεια όπου ο κάθε νεοεισερχόμενος πληθυσμός μπορεί ανενόχλητα να διευθετήσει κατά βούληση τον περιβάλλοντα χώρο. Τα ευρωπαϊκά έθνη έχουν θεσμοθετήσει τις αξίες της ανοχής και της ανοιχτότητας στους άλλους πολιτισμούς. Με άλλα λόγια, είναι, από την ιστορική τους παράδοση, οικουμενικά με τον δικό τους ιδιαίτερο τρόπο. Η διαλεκτική ανάμεσα στο οικουμενικό πνεύμα και την εθνική και ευρωπαϊκή ιδιαιτερότητα θα κρίνει τελικά την επιτυχή ενσωμάτωση και τη συμφιλίωση. Όπως επανειλημμένα έγραφε ο Jean Daniel, η Γαλλική Δημοκρατία είναι μια ιδιαίτερη οπτική του οικουμενισμού. Το ίδιο ισχύει τόσο για τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά έθνη, όσο και για το ευρωπαϊκό πνεύμα που τα διαπνέει όλα. Η Ευρώπη δομείται από τις δικές της αξίες και πολιτισμικές αρχές, οι οποίες εκφράζουν και τον δικό της τρόπο να είναι οικουμενική. Η επιμονή της σε αυτόν τον τρόπο, με τον οποίο έχει την υποχρέωση να διαπαιδαγωγήσει όλους, όσοι και όσες ζητούν να εισέλθουν στον εθνικό, κοινωνικό και πολιτικό της χώρο, δεν είναι ρατσισμός αλλά ευρωπαϊκός ανθρωπισμός.
Ο κ. Παναγιώτης Χριστιάς είναι αν. καθηγητής του Πανεπιστημίου Κύπρου και εταίρος του ερευνητικού κέντρου «Ευρωπαϊκές Δυναμικές» του Πανεπιστημίου του Στρασβούργου.