Του Παναγιώτη Καπαρή
Η μεγαλύτερη παγίδα στον χώρο του Ελληνισμού, αλλά και στον χώρο του Χριστιανισμού, είναι όλα αυτά τα περί συναλληλίας, τα περί συνεργασίας και τα περί συμπόρευσης, Ελληνισμού και Ορθοδοξίας, κράτους και Εκκλησίας. Ο ίδιος ο Χριστός ξεκαθάρισε ότι «τα του Θεού τω Θεώ και τα του Καίσαρος τω Καίσαρι…». Τόσο απλά είναι τα πράγματα. Ωστόσο, πάντα υπάρχει ο πειρασμός της ανθρώπινης εξουσίας, από τους ανθρώπους κυρίως της ποιμαίνουσας Εκκλησίας. Αλλά και ο πειρασμός των ανθρώπων της κοσμικής εξουσίας, οι οποίοι θέλουν την έξωθεν καλή μαρτυρία, από τον χώρο της Εκκλησίας. Πιο απλά, ποιμένες της Εκκλησίας αποζητούν κομμάτι της κοσμικής εξουσίας, με το άλλοθι της προσφοράς προς τους αναξιοπαθούντες και για να καλύψουν ενδεχομένως το κενό της αγίας βιοτής τους. Από την άλλη, ηγέτες του κόσμου τούτου, αναζητούν τη στήριξη της Εκκλησίας, όχι μόνο για να μαζέψουν ψήφους, αλλά κυρίως για να διευκολύνουν το έργο τους. Οι άνθρωποι με πίστη στον Θεό είναι άνθρωποι της προσφοράς, της αγάπης και με λιγότερα πάθη, και δεν είναι άνθρωποι πολέμιοι της εξουσίας, εκτός και αν απειλείται η πίστη τους. Η ιστορία είναι γεμάτη από θλιβερά παραδείγματα ανθρώπων με ράσα, οι οποίοι ανέλαβαν κοσμικές εξουσίες και τα αποτελέσματα ήταν καταστροφικά. Αντιστρόφως όταν πολιτικοί ηγέτες δεν ακολουθούν τους νόμους αλλά θρησκευτικές νόρμες, τα αποτελέσματα είναι εξίσου καταστροφικά.
Ιστορικά, οι σχέσεις κράτους και Εκκλησίας θεσμοθετήθηκαν με δύσκολο πολλές φορές τρόπο, κατά τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η Εκκλησία ανέλαβε την κοινωνική πρόνοια, τη φροντίδα των αναξιοπαθούντων και αποτέλεσε και τον συνδετικό κρίκο των υπηκόων της Αυτοκρατορίας. Από την άλλη, οι αυτοκράτορες συγκαλούσαν Οικουμενικές Συνόδους και επέβαλλαν τις αποφάσεις των Συνόδων, ενώ πρόσφεραν και πολλά προνόμια σε εκκλησιαστικά ιδρύματα. Ωστόσο πάντα υπήρχαν σχέσεις αγάπης και μίσους, ανάμεσα στους δύο θεσμούς, κυρίως όταν υπήρχαν διαφορές σε δογματικά θέματα, ή ακόμη και απλές διαφωνίες με τα πάθη των αυτοκρατόρων και της αυλής τους. Άγιοι πατριάρχες εξορίζονταν, αλλά και επέστρεφαν στον θρόνο με δόξες και τιμές, είτε εν ζωή, είτε μετά θάνατο, με καλύτερο παράδειγμα τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο.
Ο εορτασμός της Εθνικής Παλιγγενεσίας, της έναρξης της επανάστασης του 1821, στις 25 Μαρτίου, μαζί με την εορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, έστω και αν ιστορικά η επανάσταση ξεκίνησε λίγες μέρες προηγουμένως, στοχεύει στη σύζευξη του Ελληνισμού μαζί με την Ορθοδοξία, στο ελληνικό κράτος. Την ίδια ώρα, ουσιαστικά τερματίζεται και ο «εθνικός πόθος» για ανασύσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και της επαναλειτουργίας της Αγίας Σοφίας, του Ναού της του Θεού Σοφίας, στην Κωνσταντινούπολη. Σε αυτό το επίπεδο τέθηκε και το σύνθημα υπέρ «Πίστεως και Πατρίδος», το οποίο αποτελεί διαχρονικά τη μεγαλύτερη δύναμη και την καλύτερη δικαιολογία, για τη θυσία των νέων στα πεδία των μαχών. Ανάλογα συνθήματα, με πολλές παραλλαγές, ιδεολογικά και φιλοσοφικά, ισχύουν σε όλους τους λαούς του κόσμου.
Η δύναμη του Ελληνισμού είναι δύναμη πολιτισμού, η οποία εκπηγάζει από τη φιλοσοφία και τη γλώσσα, τις τελειότερες ίσως ανθρώπινες επινοήσεις στον πλανήτη. Από την άλλη, η δύναμη της Ορθοδοξίας είναι η δύναμη του μυστηρίου του Θεού και της προσπάθειας για θέωση του ανθρώπου, είναι η δύναμη της βίωσης του παραδείσου –και σε αυτή και στην άλλη, την αληθινή, ζωή. Όσες φορές και όπου έγινε προσπάθεια για ανακάτωμα των δύο δυνάμεων, τα αποτελέσματα ήταν συνήθως τραγικά, ενώ κατά κανόνα αυτή η πρόσμιξη γινόταν από ανθρώπους οι οποίοι ήταν και είναι ημιμαθείς. Οι άνθρωποι καταφεύγουν στην Εκκλησία για να μπορέσουν πρώτα και κύρια να αντιμετωπίσουν τα υπαρξιακά και τα άλλα προσωπικά τους προβλήματα. Οι ίδιοι άνθρωποι, υπερασπίζονται την εθνική καταγωγή τους, αφού «τύχη αγαθή» τους γέννησε σε αυτόν τον τόπο.
Η τελειότερη και πιο επαναστατική συσχέτιση –όχι σμίξιμο– Ελληνισμού και Ορθοδοξίας, έγινε από τους τρεις Ιεράρχες, οι οποίοι τόλμησαν να πάρουν την ελληνική φιλοσοφία και την ελληνική γλώσσα και τη χρησιμοποιήσαν για να μεταφέρουν τις αλήθειες του Χριστού στους ανθρώπους. Με άλλα λόγια, αυτό το οποίο βίωναν με την εμπειρία επικοινωνίας με τον Θεό, το μετέφεραν στο χαρτί, ορίζοντας την έννοια του Θεού ως το άπειρο και απερίγραπτο. Κατά τα άλλα, Ελληνισμός και Ορθοδοξία ήταν και είναι δύο έννοιες εντελώς διαφορετικές, οι οποίες καταξιώνονται και αποκτούν το πραγματικό τους σωστικό νόημα μόνο όταν αντιμετωπίζονται μακριά από εθνικισμούς και προσωπικές φιλοδοξίες.