Του Παναγιώτη Καπαρή
«Α... αυτός είναι σπουδαίος θεολόγος. Δεν κατάλαβα τίποτα από αυτά τα οποία είπε…». Αυτά έλεγαν οι αγνοί πιστοί της Κύπρου, πριν από μερικές δεκαετίες, όταν ξεκίνησαν τα πρώτα κηρύγματα στις εκκλησίες, κυρίως από θεολόγους οι οποίοι ήλθαν από την Ελλάδα. Το άγνωστο ήταν το θαυμαστό, έστω και αν πολλές φορές ήταν απλές ασυναρτησίες. Αλλά τότε, οι απλοί και αμόρφωτοι πιστοί βίωναν την έννοια του θαύματος, συμμετείχαν ενεργά στη θεία λειτουργία, είχαν φίλους την Παναγία και τους Αγίους και για φάρμακα τα θαυματουργά λαδάκια από τις καντήλες των αγίων. Όλα τ’ άλλα, τ’ άκουγαν εκ του περισσού και πολλοί διασκέδαζαν με αυτά. Σήμερα παινευόμαστε ότι έχουμε αναλογικά τους περισσότερους επιστήμονες στον κόσμο και ότι όλοι οι πολίτες ξέρουν να διαβάζουν και να γράφουν. Έλα όμως που επικρατεί η ίδια νοοτροπία, με νεολογισμούς και ακατανόητες λέξεις, οι οποίες κρύβουν τις αλήθειες και αποτελούν άλλοθι για επαναστατημένες συνειδήσεις.
Η νέα μόδα, ο νεολογισμός, ακούει στο όνομα της πονηρής λέξης «ενσυναίσθηση». Δηλαδή της συναισθηματικής ταύτισης με την ψυχολογική κατάσταση ενός ατόμου και της κατανόησης της συμπεριφοράς των κινήτρων του, όπως γράφουν οι λεξικογράφοι. Πιο απλά, με την ενσυναίσθηση απομονώνεται το συναίσθημα από το όλο είναι τού ανθρώπου και περιορίζεται η προσφορά μόνο στο συναισθηματικό κομμάτι και χάνεται η έννοια της αγάπης, δηλαδή η έξοδος από το «εγώ» και η ουσιαστική κίνηση προς τον άλλο, τον πλησίον, τον φίλο, τον εχθρό και τον αδελφό στη γη. Σε αυτή την παραδοξότητα εισήλθαν πρόσφατα, για επικοινωνιακούς ή άλλους λόγους, ο πρόεδρος της Δημοκρατίας, η πρόεδρος της Βουλής και άλλοι πολιτικοί ταγοί.
Όταν η πονηρή ενσυναίσθηση, συνειδητά ή ασυνείδητα, αντικαθιστά την πράξη της αγάπης, τότε γεννιούνται ένα σωρό υποκριτικές και καθόλου θεάρεστες ενέργειες, πάντα στο όνομα μιας φιλανθρωπίας, όπως αυτή την οποία κατάγγελλε ο Χριστός «ουαί υμίν, γραμματείς και φαρισαίοι υποκριτές…». Στο όνομα δήθεν της προβολής των δικαιωμάτων των αναξιοπαθούντων και της εξάλειψης της προκατάληψης, διεξάγονται τα λεγόμενα γκαλά πάρτι, οι διασκεδάσεις με χορούς και τραγούδια, οι διαφημιστικές εκπομπές από ραδιοφώνου και τηλεοράσεως και ένα σωρό άλλες «καλές» εκδηλώσεις. Όλα με βαρύγδουπες κενές δηλώσεις, οι οποίες συνοδεύονται από προσφορά μερικών ευρώ, πίσω από τα οποία όχι σπάνια κρύβονται φορολογικές ελαφρύνσεις και διαφημιστικά κόλπα. Όπως λέει και ο σπουδαίος Γιάννης Μηλιώκας: «Είδα έναν κόσμο να γκρεμίζεται μπροστά μου… Για το καλό μου, για το καλό μου, ώσπου δεν άντεξε στο τέλος το μυαλό μου…». Η γλώσσα του Θεού είναι η γλώσσα της σιωπής και πάντα με αγάπη, όχι με ενσυναίσθηση, έρχεται και η θεία δίκη. Μεγαλόσχημοι, τραπεζίτες, εκατομμυριούχοι και ένα σωρό άλλοι πονηροί εραστές της εξουσίας, πάτησαν στον πόνο και στη θλίψη γονιών και παιδιών, για να καλύψουν τα δικά τους κενά, αλλά τελικά έμειναν στον πάτο. Δεν καταφέρνουν ούτε κατ’ ελάχιστον να βιώσουν την αδιόρατη χαρά και το άπλετο χαμόγελο, το οποίο αναδύεται μυστικά από τα πρόσωπα ανθρώπων, οι οποίοι σηκώνουν κατά κανόνα, αγόγγυστα τον δικό τους βαρύ σταυρό. Ακόμη, πολλοί καταποντίστηκαν στα πονηρά τους διαβούλια, στη δική τους κόλαση, η οποία ήταν πάντα στρωμένη με καλές προθέσεις και πάντα για το καλό τους.
Η ψυχή, κατά τους αρχαίους Έλληνες αλλά και για σύγχρονους επιστήμονες, έχει τρία μέρη, το λογιστικό, το επιθυμητικό και το θυμοειδές, δηλαδή δυνάμεις με τις οποίες ενεργεί ο άνθρωπος, είτε για τις καλές είτε για τις κακές πράξεις. Ο Πλάτωνας παρουσίασε το τρισυπόστατο της ψυχής με τον μύθο του άρματος, το οποίο το σύρουν δύο άλογα και το διευθύνει ένας ηνίοχος. Ο ηνίοχος είναι το λογιστικό, ο νους, τα δύο άλογα είναι το θυμικό και το επιθυμητικό. Άρα, εναπόκειται στη δεξιοτεχνία του ηνίοχου να κατευθύνει τα άλογα έτσι ώστε να υπάρχει αρμονία και καλό αποτέλεσμα.
Η αγάπη ξεπερνά την έννοια της αρετής και ταυτίζεται με τον ακατάληπτο Θεό. Η Αγία Γαβριηλία έλεγε ότι «προορισμός μας είναι να λατρεύουμε τον Θεό και ν’ αγαπάμε τους συνανθρώπους μας...». Αν και πολύγλωσση, έλεγε ότι γύρισε τον κόσμο με πέντε γλώσσες: «Η πρώτη είναι το χαμόγελο, η δεύτερη τα δάκρυα, η τρίτη είναι το άγγιγμα, η τέταρτη είναι η προσευχή και η πέμπτη είναι η αγάπη…». Ο Απόστολος Παύλος μίλησε με ανεπανάληπτο τρόπο για την αγάπη: «Εάν ταις γλώσσαις των ανθρώπων λαλώ και των αγγέλων, αγάπην δε μη έχω, γέγονα χαλκός ηχών ή κύμβαλον αλαλάζον… Νυνί δε μένει, πίστις, ελπίς, αγάπη, τα τρία ταύτα· μείζων δε τούτων η αγάπη».