Του Παναγιώτη Καπαρή
Τον παλιό καλό καιρό, όταν οι απελευθερωμένες τουρίστριες, οι γυμνόστηθες Σουηδέζες, αναστάτωναν μέχρι τρέλας τον γηγενή ανδρικό πληθυσμό, πολλοί ήταν οι άντρες οι οποίοι ερωτεύτηκαν και παντρεύτηκαν Σουηδέζες και μετακόμισαν στην παγωμένη βόρεια χώρα της Ευρώπης. Ένας άντρας με πολλά περισσότερα κιλά, κοιλαράς, μόλις έφθασε στη χώρα, οδηγήθηκε από τη σύντροφό του στο γραφείο φροντίδας των αλλοδαπών, για να λάβει επίδομα και για να μάθει τη γλώσσα. Μόλις τον είδε η υπάλληλος, του εξήγησε ότι δικαιούται και επίδομα για να χάσει κιλά σε ειδικό κέντρο αποκατάστασης, και του πρόσφερε την ίδια ώρα και αυτό το επίδομα. Όλα πήγαιναν μέλι-γάλα με τη Σουηδέζα σύντροφο, μέχρι που η καλή μάνα δεν άντεξε τη φυγή του γιου της και –με τον ένα και τον άλλο τρόπο– τον έφερε πίσω στην Κύπρο. Σε αυτό συνέτεινε επίσης, ο μουντός και παγωμένος καιρός, η απουσία της θάλασσας και η έλλειψη σούβλας και μπύρας, όπως ο ίδιος ομολογούσε μεταξύ σοβαρού και αστείου.
Η ιστορία είχε και πολλές άλλες πτυχές, με την αδυναμία του Κύπριου να μάθει εύκολα τα σουηδικά, με τις δυσκολίες να προσαρμοστεί στο νέο περιβάλλον, και στον μεγάλο κόπο στη νέα του δουλειά. Η καλή Σουηδέζα σύζυγος, με εξαιρετική δουλειά, δεν ήθελε να αποχωριστεί το τέλειο κοινωνικό κράτος της Σουηδίας, ούτε βεβαίως μπορούσε να εμπιστευτεί τον Κύπριο κοιλαρά, αφού πέρασε και από αυτήν ο τρελός πρώτος έρωτας με τον «μεσογειακό Άδωνη». Ο καλός άνθρωπος, ακολουθώντας τις παραδόσεις, παντρεύτηκε Κύπρια με την έγκριση της μάνας του, και απέκτησε και αρκετά παιδάκια. Κατά τα διαστήματα, όταν μπλέκει στην κυπριακή γραφειοκρατία, αρχίζει τα μπινελίκια και εξιστορεί ιστορίες της Σουηδίας, όπου το κράτος, η δημόσια υπηρεσία φρόντιζε για τα πάντα και πάντα για το καλό των πολιτών του.
Όταν πρωτοήλθαν οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές στην Κύπρο και τοποθετήθηκαν τα πρώτα συστήματα πληροφορικής στο Δημόσιο, πριν από τρεις και βάλε δεκαετίες, υπήρξε θύελλα αντιδράσεων κυρίως από τους διευθυντές του Δημοσίου, οι οποίο αρνούνταν να μάθουν ακόμη και να χρησιμοποιούν το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο. Ήταν τότε που οι ιδιαιτέρες γραμματείς απέκτησαν τεράστιες εξουσίες, αφού αποτελούσαν τα μάτια και τα χέρια διευθυντών. Πολλές φορές συμπεριφέρονταν και σκληρά προς τους συναδέλφους τους, αφού νόμιζαν ότι απέκτησαν –χωρίς κόπο– υπέρμετρη εξουσία. Το πιο τρελό εκείνης της εποχής ήταν η πίεση προς τους προγραμματιστές, από τους τότε διευθυντές, να μεταφέρουν τη γραφειοκρατία στους υπολογιστές, χωρίς αλλαγές και χωρίς να υπάρχει εκμετάλλευση των δυνατοτήτων των υπολογιστών. Τα χρόνια πέρασαν και η ίδια νοοτροπία επικρατεί μέχρι και σήμερα, με ελάχιστες εξαιρέσεις. Από τότε φώναζαν πολλοί βουλευτές, ότι πρέπει να καταργηθεί ο περίφημος θεσμός του πιστοποιούντος υπαλλήλου και να γίνονται οι έλεγχοι με ηλεκτρονικό τρόπο. Ακόμη ο θεσμός ταλαιπωρεί τους πολίτες, οι οποίοι ακόμη και για μια μεταβίβαση αυτοκινήτου χρειάζονται να πληρώσουν για πιστοποίηση. Τα ίδια και χειρότερα στο υπουργείο Εργασίας, όπου για να εκδοθεί μια σύνταξη απαιτείται απίστευτη χαρτούρα με συλλογή πιστοποιητικών, όταν για δεκαετίες το Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων εκμεταλλεύεται τις καταθέσεις των εργαζομένων, χωρίς βεβαίως να ζητάει διπλώματα και πιστοποιητικά. Τρελή είναι και η απαίτηση για έκδοση πιστοποιητικών λευκού ποινικού μητρώου από την Αστυνομία, με διαδικασία δύο ημερών και το ανάλογο τίμημα, όταν με το πάτημα ενός κουμπιού ή με ένα τηλεφώνημα, οι ενδιαφερόμενοι μπορούσαν να μάθουν τα πάντα για τους «ύποπτους». Την τρέλα της χαρτούρας «κόλλησαν» και οι τράπεζες, οι οποίες κάθε λίγο και λιγάκι θέλουν τάχα επικαιροποίηση στοιχείων και κλείνουν λογαριασμούς, ενώ για να σου δώσουν δάνειο και τι δεν ζητούν σε πιστοποιητικά. Κατά τα άλλα, από τα τελωνεία περνούν και «καθαρίζουν» εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ και μόνο όταν γίνει η «στραβή» δηλώνουν όλοι τάχα έκπληκτοι.
Είναι καιρός να ξεκινήσει ένας νέος διάλογος για τη νοοτροπία της δημόσιας διοίκησης, η οποία συνεχώς φορτώνει στους ώμους των πολιτών τις δικές της ευθύνες. Από τα εξωπραγματικά σε ύψος εξώδικα, τα οποία τείνουν να καταργήσουν τα αστικά δικαστήρια και την ευθύνη των αστυνομικών να δίνουν εξηγήσεις για τις καταγγελίες στις οποίες προβαίνουν, μέχρι και την ιστορία με τη λεγόμενη ανακύκλωση, η οποία συνοδεύεται από συχνές πυκνές πυρκαγιές στους χώρους συλλογών των σκουπιδιών. Η πονηρή τακτική να απαλλάσσεται η δημόσια διοίκηση από τις ευθύνες της είναι κουτοπόνηρη, γιατί στο τέλος της ημέρας όλα εδώ πληρώνονται, και ήδη η δημόσια υπηρεσία κατάντησε ένα δαιδαλώδες αναποτελεσματικό σύστημα με απίστευτο κόστος, το οποίο φυσικά στο τέλος της ημέρας πληρώνουν οι «αγαθοί» πολίτες.