Του Παναγιώτη Καπαρή
Περπατάς αμέριμνος και φορτωμένος με ψώνια, στην πολύβουη οδό Ερμού της Αθήνας, τον εμπορικότερο δρόμο της ελληνικής πρωτεύουσας. Ξαφνικά βρίσκεσαι μπροστά από ένα κόσμημα, την εκκλησία της Παναγίας της Καπνικαρέας, μια μικρή βυζαντινή εκκλησία του 11ου αιώνα. Κατεβαίνεις λίγα σκαλάκια και βρίσκεται σε μια πραγματική όαση, λες και μεταπηδάς από την κόλαση στον παράδεισο. Με μυστηριακό τρόπο, η ψυχή ηρεμεί και το σώμα ανασταίνεται από τον κάματο της πόλης. Το ιλαρό φως των καντηλιών, μαζί με την υπερκόσμια μυρωδιά του θυμιατού, μεταφέρουν την ύπαρξη σε άλλες υπέρλογες διαστάσεις. Ο ναός της Παναγίας της Καπνικαρέας, είναι και ο πανεπιστημιακός ναός της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, λόγω των εικονισμάτων και των τοιχογραφιών, του μέγιστου βυζαντινού συγγραφέα και αγιογράφου Φώτη Κόντογλου. Παραδίπλα και λίγο κάτω από τον δρόμο, η ταπεινή εκκλησούλα της Παναγίας του Ρόμβη, οικοδόμημα του 17ου αιώνα. Καθημερινώς, χιλιάδες πιστοί σταματούν για να προσκυνήσουν τη θαυματουργή εικόνα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, να ανάψουν ένα κεράκι και να γράψουν λίγα ονόματα, για παρακλήσεις υπέρ ζώντων και τεθνεώτων.
Μερικές δεκάδες μέτρα πιο κάτω, βρίσκεται η ξακουστή και λαμπρή μητρόπολη των Αθηνών. Η ανέγερση ξεκίνησε το 1842 και χρησιμοποιήθηκε πεντελικό μάρμαρο και υλικά από 72 παλαιούς ναούς της Αθήνας οι οποίοι κατεδαφίσθηκαν. Πρώτος αρχιτέκτονας ο Hansen από τη Δανία, ακολούθησε ο Έλληνας Δημήτριος Ζέζου και τελικά το έργο αποπερατώθηκε από τον Γάλλο αρχιτέκτονα François Boulanger. Οι εικόνες του τέμπλου είναι του Γερμανού ζωγράφου Alexander Maximilian Seitz και του Σπυρίδωνα Γιαλλινά.
«Πίσω» από το οικοδόμημα της μητρόπολης, ο βασιλιάς Όθωνας και η ομάδα του, επιχείρησαν να διακόψουν τη συνέχεια του τότε νέου κράτους της Ελλάδας, με τη Ρωμιοσύνη, τη βυζαντινή αυτοκρατορία, δηλαδή με μια παράδοση αιώνων. Σε ένα βαθμό το πέτυχαν, αφού πολλές νέες εκκλησίες δεν ακολουθούσαν τον ορθόδοξο βυζαντινό σχεδιασμό, εισήλθε σε πολλούς ναούς η πολυφωνική ψαλμωδία, ενώ το περίφημο «οργανωσιακό» πνεύμα, δηλαδή η αντιγραφή προτύπων κατήχησης της Ρωμαιοκαθολικής και της Προτεσταντικής Εκκλησίας, καθώς και άλλες «πονηρές» συνήθειες, εισέβαλαν σε μεγάλο βαθμό στην Εκκλησία της Ελλάδας. Αποκορύφωμα η αυθαίρετη και με πολλές αντιδράσεις ανακήρυξη του αυτοκέφαλου της Εκκλησίας της Ελλάδος το 1833, με απόφαση της αντιβασιλείας. Ακολούθησε το 1850 ο συμβιβασμός με παραχώρηση Αυτοκεφαλίας, με μια σειρά από όρους.
Ανάχωμα σε αυτή την πορεία, της «κρυφής Ουνίας», αποτέλεσαν ταπεινοί επίσκοποι, παπάδες και πιστοί, ανάμεσά τους και ο Άγιος Χριστόφορος, γνωστός και ως Παπουλάκος, ο οποίος στις 30 Αυγούστου αγιοκατατάχθηκε από την Ιερά Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Ο Άγιος Χριστόφορος ήταν μοναχός και στα 80 με θεία φώτιση, ξεκίνησε τις περιοδείες και τα κηρύγματα κυρίως στην Πελοπόννησο, καταφέρνοντας να αποκτήσει πλήθος θαυμαστών, ανάμεσά τους και φανατικούς οπαδούς. Κήρυττε την πίστη στις παραδοσιακές χριστιανικές ορθόδοξες αξίες, την ανυπακοή στους Βαυαρούς και ειδικότερα στην εισαγωγή γαλλικών και γερμανικών θεσμών. Κατήγγειλε την απόσχιση της Εκκλησίας της Ελλάδος από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και καυτηρίαζε την ανενόχλητη δραστηριότητα ξένων ιεραποστόλων στην Ελλάδα. Επέκρινε τις μοιχείες και τις κλοπές και δίδασκε την προσευχή. Αποτέλεσμα ήταν να βρεθεί αντιμέτωπος με τη θρησκευτική κρατική εξουσία και με διανοούμενους όπως ο κληρικός Θεόκλητος Φαρμακίδης. Μάλιστα, ο βασιλιάς Όθωνας υπέγραψε διάταγμα για τον περιορισμό του Παπουλάκου σε μοναστήρι. Σε μια περίπτωση επιτελείο αξιωματικών το οποίο πήγε να συλλάβει τον Άγιο Χριστόφορο, περικυκλώθηκε από δύο χιλιάδες Μανιάτες και αποχώρησε. Τελικά, ύστερα από προδοσία, συνελήφθη και κλείστηκε για δύο χρόνια σε φυλακή. Ακολούθως εξορίστηκε στη μονή της Παναχράντου της Άνδρου, όπου απεβίωσε σε ηλικία 91 ετών το 1861. Και όπως λέχθηκε: «Για το κράτος ήταν αγύρτης. Για την επίσημη Εκκλησία απόβλητος. Για τις φτωχές αγροτικές και ναυτικές μάζες άγιος και προφήτης».
Ο Άγιος Χριστόφορος Παπουλάκος αποτέλεσε αγαπημένο ανάγνωσμα για πολλές γενιές, πριν κατακλύσουν την οικουμένη τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Χαρακτηριστική η αναφορά του Χριστόδουλου Πρωτοπαπά, ανθρώπου των δορυφόρων. «Ο εγκάθετος του Όθωνα και των Βαυαρών, ο Φαρμακίδης, έκλεισε τα περισσότερα μοναστήρια, άφησε στους δρόμους μοναχούς (…) Ο Παπουλάκος ήταν ο μόνος που δημιούργησε ένα αντιστασιακό κίνημα. (…) Αυτά που βλέπουμε σήμερα στην Ευρώπη είναι απότοκα του Διαφωτισμού, ο οποίος εστερείτο παντελώς την αναγνώριση της ύπαρξης του Θεού, τον οποίο Θεό ο διαφωτισμός αφαίρεσε και από την αρχαία ελληνική Παιδεία και διαλεκτική…». Τελικά, τι είναι 163 χρόνια μέσα στην αιωνιότητα. Τόσα χρόνια χρειάστηκαν για να επιβεβαιωθεί επισήμως η συνείδηση του λαού, για τον Άγιο Χριστόφορο τον Παπουλάκο. Η γλώσσα του Θεού είναι η σιωπή και στους χαλεπούς καιρούς τους οποίους διερχόμαστε, είναι τελικά τόσο ηχηρή. Όλα στην ώρα τους…