Της Μαρίνας Οικονομίδου
Το φθινόπωρο που πέρασε η κυπριακή κοινωνία παρακολουθούσε άναυδη την ανακίνηση της υπόθεσης του Θανάση Νικολάου, καθώς το πόρισμα Μάτσα ήταν καταπέλτης για τις αρχές και για το ίδιο το κράτος. Ο Θανάσης δεν είχε αυτοκτονήσει, όπως είχαν δείξει οι ιατροδικαστικές εκθέσεις και η αστυνομία, κλείνοντας την υπόθεση συνοπτικά. Είχε ξυλοκοπηθεί βάναυσα, σε τέτοιο βαθμό που προκλήθηκε κάταγμα στενού, ρήξη ζωτικών οργάνων, και στη συνέχεια στραγγαλίστηκε. Η υπόθεση θα έμενε στην ιστορία με τον Θανάση ως ένα αυτόχειρα στρατιώτη που έπεσε από τη γέφυρα, αν η μητέρα του Ανδριάνα Νικολάου δεν ερευνούσε προσωπικά το θέμα μέχρι τέλους.
Η κα Ανδριάνα αντιμετωπίστηκε από την ίδια την Πολιτεία ως μία γραφική φιγούρα. Η Ανδριάνα, μία γυναίκα χωρίς πλάτες και χωρίς γνωριμίες, της οποίας η επιμονή προκαλούσε ενίοτε αμηχανία, άλλοτε δυσφορία στις Αρχές, συγκέντρωσε μόνη της τα στοιχεία, πήγε στο ΕΔΑΔ και κέρδισε καταδικαστική απόφαση εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας για ελλιπή έρευνα, με αποτέλεσμα ν’ ανοίξει εκ νέου η υπόθεση και να διαπιστωθεί η δολοφονία του γιου της. Αυτή η ιστορία, που μία μάνα ανέλαβε τον ρόλο των Αρχών, κατέδειξε την ανεπάρκεια της Πολιτείας, αλλά και την εγκληματική της αδιαφορία. Η ίδια εγκληματική αδιαφορία επιβεβαιώθηκε λίγα χρόνια προηγουμένως, με την υπόθεση Μεταξά. Αλλοδαπές γυναίκες εξαφανίζονταν και όταν φίλες τους κατάγγελλαν την εξαφάνισή τους οι αστυνομικοί έκλειναν συνοπτικά το θέμα με το εγκληματικό στερεότυπο «έφυε στα Κατεχόμενα, έτσι κάμνουν τούτες ούλλες». Μέχρι που τυχαία στην Κόκκινη Λίμνη επιβεβαιώθηκε το χειρότερο σενάριο. Εκτυλίχθηκε μία τρομακτική ιστορία ενός κατά συρροή δολοφόνου, που «επισφράγιζε» την παραμέληση καθήκοντος και ενίσχυε το αμείλικτο ερώτημα: Αν η Αστυνομία έκανε σωστά τη δουλειά της ίσως κάποια από τα θύματα να ζούσαν σήμερα;
Όμως οι Αρχές είχαν για ακόμη μια φορά κριθεί ανεπαρκείς και οι πολίτες εκείνοι που προσπαθούσαν να κάνουν –με όπλο τους την ανάγκη για απόδοση δικαιοσύνης– τη δουλειά του κράτους. Και ενώ αυτό ακριβώς θα έπρεπε να χτυπήσει καμπανάκι για να καταδείξει ότι οι Αρχές έχουν λάβει τα μηνύματα, αλλά κυρίως να στείλουν το μήνυμα πως υπάρχει κράτος δικαίου, ο γενικός εισαγγελέας Γιώργος Σαββίδης αποφάσισε να μη διώξει ποινικά τους εμπλεκόμενους αστυνομικούς.
Σε ένα κοινωνικό περιβάλλον που ενισχύεται η καχυποψία, που οι έννοιες όπως η ισότητα, η δικαιοσύνη και η ισονομία αμφισβητούνται εξαιτίας της αναλγησίας των Αρχών σε μία σειρά περιστατικών, επανήλθε στο προσκήνιο το θανατηφόρο δυστύχημα του 2012, με θύμα τον 17χρονο Λοΐζου. Το δελτίο Τύπου της αστυνομίας που αποκάλυπτε λεπτομέρειες για τη δράστρια και το ατύχημα χάνεται –και είναι το μόνο που χάνεται– από την ιστοσελίδα της αστυνομίας, με τη δικαιολογία της αναβάθμισης της ιστοσελίδας. Και το θανατηφόρο του 2012 ανήκει στα ελάχιστα των θανατηφόρων που παραμένει ανεξιχνίαστο. Αυτό από μόνο του όφειλε να προκαλεί ντροπή στην αστυνομία και στον τότε επικεφαλής της Τροχαίας. Τον τότε επικεφαλής της Τροχαίας, του οποίου η εμπλοκή σήμερα στην κρίση των Κεντρικών Φυλακών καλύπτεται πλήρως από τη Γενική Εισαγγελία με τον ξεχειλωμένο όρο του «δημοσίου συμφέροντος».
Σ’ ένα κράτος δικαίου προφανώς κανείς δεν πρέπει να καταδικάζεται από λαϊκά δικαστήρια. Σε ένα κράτος δικαίου δεν υπάρχει χώρος για κανιβαλισμό και σπίλωση ονομάτων χωρίς στοιχεία. Όμως σε ένα κράτος δικαίου, οι ένοχοι για τη δολοφονία του Θανάση θα είχαν συλληφθεί προ καιρού, οι εμπλεκόμενοι αστυνομικοί στις υποθέσεις Μεταξά θα είχαν τιμωρηθεί παραδειγματικά, οι ένοχοι για το σκάνδαλο των χρυσών διαβατηρίων θα είχαν πληρώσει και βεβαίως οι δράστες του εν λόγω θανατηφόρου έπρεπε να είχαν εντοπιστεί. Ένας τρόπος λοιπόν υπάρχει για να αποδοθεί δικαιοσύνη σε αυτήν την υπόθεση, αλλά και να επανακτήσουν κάπως την εμπιστοσύνη τους οι πολίτες στους θεσμούς: να αναλάβει την υπόθεση του 2012 μία ανεξάρτητη αρχή, η οποία θα λειτουργήσει με πλήρη διαφάνεια.
Η χώρα έχει εισέλθει σε επικίνδυνα μονοπάτια και δυστυχώς αυτό ξεπερνά το τραγικό θανατηφόρο του 2012. Η ασυδοσία, η έλλειψη λογοδοσίας αλλά και η ανεπάρκεια που επιδείχθηκε σε μία σειρά περιστατικών, έχουν πλήξει ανεπανόρθωτα τους θεσμούς. Σε τέτοιο σημείο έχουν διαβρωθεί οι θεσμοί που μία μερίδα της κοινωνίας τους θεωρεί ικανούς ακόμη και για τη συγκάλυψη του χειρότερου είδους εγκλήματος. Σε αυτό το περιβάλλον είναι πλέον απορίας άξιο, αν υπάρχει κάτι που να μπορεί να επανακτήσει την εμπιστοσύνη των πολιτών. Που να δώσει ελπίδα για λογοδοσία και δικαιοσύνη. Αυτό επικεντρώνεται κυρίως στη Γενική Εισαγγελία, της οποίας το κύρος έχει καταρρακωθεί με δική της αποκλειστική ευθύνη. Γιατί πλέον δεν μιλάμε για ανησυχητική ανεπάρκεια, αλλά για εξυπηρέτηση σκοπιμοτήτων. Δυστυχώς ένα πέπλο καχυποψίας αιωρείται πάνω από όλους τους θεσμούς, γιατί ακριβώς ένα πέπλο σιωπής έκλεισε προκλητικά μία σειρά τραγικών –για την κοινωνία– υποθέσεων.