Της Μαρίνας Οικονομίδου
Τον Ιούνιο του 2019 ο τότε «πρωθυπουργός» και νυν Τ/κ ηγέτης Ερσίν Τατάρ εξήγγειλε με ενθουσιασμό ότι θα μετατρέψει την κλειστή πόλη των Βαρωσίων από πόλη φάντασμα σε Λας Βέγκας. «Η ΤΔΒΚ θα αποκτήσει εμπορική αξία» εξηγούσε, προβλέποντας πως «θα έρθουν και πάλι στα Βαρώσια οι διάσημοι του κόσμου». Οι πανηγυρικές εξαγγελίες του Τατάρ δεν ήταν τυχαίες καθώς εκείνες τις μέρες το «υπουργικό συμβούλιο» στα Κατεχόμενα λάμβανε στην ουσία την απόφαση, εμπέδωσης και επέκτασης της κατοχής στην περίκλειστη πόλη των Βαρωσίων. Σε αυτή την «out of the box» ρύθμιση του Κυπριακού, ο τότε υπουργός Εξωτερικών Νίκος Χριστοδουλίδης, απαντούσε πως δεν υποβαθμίζεται η κίνηση αυτή από την Κυπριακή Δημοκρατία. Το χαρακτήριζε όμως κίνηση εντυπωσιασμού, συνδέοντάς το με τις επικείμενες «εκλογές» και εξηγούσε πως ο Μουσταφά Ακιντζί αποφασίζει και πως η δική του στάση θα είναι σημαντική.
Πράγματι, ο Μουσταφά Ακιντζί αποφάσιζε και είχε εκφράσει την αντίθεσή του για τους χειρισμούς στο Βαρώσι. Ήταν όμως πλέον αργά, καθώς λίγο αργότερα θα τον διαδεχόταν ο Ερσίν Τατάρ στην εξουσία, επικυρώνοντας τα νέα τετελεσμένα στο Κυπριακό. Ήταν όμως και αργά για τον ίδιο τον Νίκο Αναστασιάδη να ζητήσει την όποια στήριξη από τον τότε Τ/κ ηγέτη. Όχι μόνο γιατί οι σχέσεις τους από το Κραν Μοντανά και εντεύθεν είχαν καταστραφεί, αλλά και γιατί λίγες μέρες πριν από τις εξαγγελίες, ο Νίκος Αναστασιάδης παρευρισκόταν σε δείπνο με τον ανθυποψήφιό του Ακιντζί, Κουντρέτ Οζερσάι.
«Δεν χρειάζεται να παίρνω άδεια με ποιους θα συντρώγω ή όχι» δήλωνε τότε ενοχλημένος ο Νίκος Αναστασιάδης, όταν το δείπνο δημοσιοποιήθηκε. Η αλήθεια όμως είναι πως παρά την αντίδραση Αναστασιάδη εκείνο το δείπνο είχε σαφείς πολιτικές προεκτάσεις που μας εξέθεταν. Και αυτό γιατί ο συνδαιτυμόνας του ήταν μέχρι τότε ο εκλεκτός της Άγκυρας, θιασώτης της λύσης δύο κρατών, που δήλωνε από το 2015 την πρόθεσή του να ανοίξει το Βαρώσι. Και που λίγες μάλιστα μέρες αργότερα εξήγγειλε πως «ήρθε πλέον η ώρα να κάνουμε ένα απτό βήμα για τα Βαρώσια».
Όμως αυτό αποτελούσε υποσημείωση για τον Νίκο Αναστασιάδη και αχρείαστα κουτσομπολιά. Αγνόησε ότι με αυτόν τον τρόπο παράκαμψε άτσαλα τον μοναδικό πραγματικό του σύμμαχο, Μουσταφά Ακιντζί αλλά και το ότι με τις δηλώσεις και τις κινήσεις του ενίσχυε τις επιφυλάξεις των πιο καχύποπτων. Και λέμε των καχύποπτων καθώς τη διετία που προηγήθηκε, πολλά είχαν πλήξει την αξιοπιστία της κυβέρνησης Αναστασιάδη και τη βούλησή της για λύση. Από τις διαρροές ότι ο Μουσταφά Ακιντζί είναι τελικά πιόνι της Άγκυρας, μέχρι τις αποκαλύψεις ότι ο Νίκος Αναστασιάδης συζητούσε στο περιθώριο άλλες μορφές λύσης, οι οποίες ουδέποτε διαψεύστηκαν. Κάπως έτσι στρώθηκε το χαλί ώστε η διεθνής κοινότητα αντί να βλέπει την τουρκική αδιαλλαξία να ενισχύεται, να καταλογίζει ευθύνες στην πλευρά μας.
Σε αυτό το πολιτικό περιβάλλον και με αυτά τα δεδομένα, λοιπόν, χάσαμε το Βαρώσι. Οι παραλίες λειτουργούν κανονικά, το τζαμί καθαρίστηκε, οι κύριοι δρόμοι της πόλης ασφαλτοστρώνονται, ο δημοτικός κήπος εξωραΐστηκε για να λειτουργήσει κανονικά, και οι περιουσίες των προσφύγων διεκδικούνται από επιχειρηματίες. Το Βαρώσι μετατρέπεται σε τουριστικό προορισμό. Σε αυτό το τραγικό σκηνικό η κυβέρνηση προσεύχεται να μη μετατραπεί ξαφνικά η περιοχή από στρατιωτικό καθεστώς σε οικιστικό. Σε αυτό το σκηνικό η κυβέρνηση ποντάρει όλα της τα χαρτιά στην εμπλοκή της Ε.Ε. στο Κυπριακό και στο έτος διαφώτισης για την Αμμόχωστο!
Τα σοβαρά κράτη, όμως, απαιτούν μακρόπνοο πλάνο, στρατηγική με συνέπεια και κυρίως αξιοπιστία που δυστυχώς δεν έδειξε διαχρονικά να διαθέτει η ηγεσία μας. Σε ένα σοβαρό κράτος οι μεγάλες κρίσεις δεν λύνονται με προσευχές, με συνθηματολογία ή με ημερίδες διαφώτισης. Σε ένα σοβαρό κράτος το εθνικό θέμα δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι ευκαιρία για να κτιστούν πολιτικές καριέρες, πανηγυρίζοντας για τη διατήρηση του στάτους κβο, που συνεχώς αλλάζει τα δεδομένα. Μία σοβαρή ηγεσία δεν θα άφηνε την κατάσταση να φτάσει σε τέτοιο σημείο ώστε οι πολίτες της, έχοντας βιώσει στο πετσί τους συνθηματολογίες και υποσχέσεις, όπως «όλοι οι πρόσφυγες στα σπίτια τους», να κληθούν τελικά να αποφασίσουν μεταξύ τόσο σκληρών διλημμάτων. Πρωτίστως, όμως, μία πολιτική ηγεσία με ειδικό βάρος δεν θα επιχειρούσε να φορτώσει στους ώμους των προσφύγων την ταφόπλακα του Κυπριακού.