Της Μαρίνας Οικονομίδου
Ενόσω τον περασμένο Ιούνιο ο Νίκος Χριστοδουλίδης είχε να διαχειριστεί τον θόρυβο που προκάλεσε ο κατώτερος των προσδοκιών απολογισμός των 100 πρώτων ημερών διακυβέρνησής του, ενημέρωνε τους δημοσιογράφους πως είχε λάβει ένα πολύ θετικό μήνυμα για μία άλλη προεκλογική του δέσμευση. «Ερχόμενος στη Λεμεσό από τη Λευκωσία, έγινα αποδέκτης ενός τηλεφωνήματος βάσει του οποίου φαίνεται να υπάρχουν προοπτικές για την ενεργότερη εμπλοκή της Ε.Ε. στο Κυπριακό» έλεγε, ενώ οι διαρροές του Προεδρικού ότι ανώτατοι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι χαρακτήριζαν την πρόταση διορισμού απεσταλμένου της Ε.Ε. για το κυπριακό, game changer, έδιναν και έπαιρναν. Μία «game changer» πρόταση για την οποία παρελαύναν – πάντα μέσω διαρροών– ως υποψήφιοι απεσταλμένοι η Άγκελα Μέρκελ, ακόμα και η Φεντερίκα Μογκερίνι, ασχέτως αν η τελευταία είχε αποκομίσει τη χειρότερη εντύπωση για εμάς μετά το περιβόητο δείπνο του Κραν Μοντάνα.
Αυτή η ευφορία, όμως, για τον ρόλο της Ε.Ε., δεν είχε καλλιεργηθεί σε όλους. Δεν ήταν μόνο γιατί κάποιοι θυμήθηκαν παρόμοιες εξαγγελίες και διαβεβαιώσεις που έπεσαν κάτω από τον πήχη των προσδοκιών όσο ο Νίκος Χριστοδουλίδης ήταν υπουργός Εξωτερικών. Τότε για παράδειγμα που δήλωνε ότι η Ε.Ε. θα λάβει κυρώσεις που «θα πονέσουν την Τουρκία» ως μέτρο για τις τουρκικές προκλήσεις στην ΑΟΖ. Ήταν κυρίως γιατί η πρόταση για διορισμό απεσταλμένου από την Ε.Ε. εμπεριείχε πολλά κενά και ασάφειες. Θα αντικαθιστούσε άραγε τον ρόλο του απεσταλμένου των Ηνωμένων Εθνών; Και αν δεν τον αντικαθιστούσε, για ποιο λόγο η νέα κυβέρνηση δεν κατέβαλε τη μισή τουλάχιστον προσπάθεια από αυτή που κατέβαλε με αυτή την ευφάνταστη ιδέα για να πείσει τον ήδη δύσπιστο Γκουτέρες –που για καιρό αγνοούσε– για την ετοιμότητα της πλευράς μας να επαναρχίσουν οι διαπραγματεύσεις; Μπορούσε όμως η Ε.Ε. βάσει και της συνθήκης λειτουργίας της να εμπλακεί με τέτοιο τρόπο στο Κυπριακό; Όλα δείχνουν πως όχι, όμως, ακόμη και αν θα μπορούσε, η τουρκική πλευρά δεν θα είχε άποψη για όλο αυτό; Ιδιαίτερα, όταν αρνείτο να παρακαθίσει εκπρόσωπος της Ε.Ε. στο τραπέζι των συνομιλιών ως παρατηρητής.
Όσα ερωτήματα πάντως κι αν γεννιούνταν, η κυβέρνηση δήλωνε βέβαιη για την επιτυχία και ενοχλείτο με τους δύσπιστους. «Έχουν γίνει δεκάδες συναντήσεις τόσο από τον πρόεδρο όσο και από μένα, όπου σε όλες είναι το πρώτο ζήτημα συζήτησης» εξηγούσε ο Κωνσταντίνος Κόμπος στην «Κ» τον περασμένο Μάιο. «Έχουμε έρθει από το Παρίσι όπου όντως η συνάντηση ξεκίνησε στο γεύμα με αυτό το θέμα και εκεί τέθηκαν ονόματα, όχι από μας αλλά από την άλλη πλευρά» έλεγε και απέρριπτε την όποια υπόνοια ότι πρόκειται για ακόμη μία πρόταση εσωτερικής κατανάλωσης.
Όμως από τον περασμένο Μάιο, όταν ο Μακρόν έβαζε στο τραπέζι ονόματα, ακόμα και από τον περασμένο Ιούνιο, όταν ο Νίκος Χριστοδουλίδης ανακοίνωνε τα θετικά τηλεφωνήματα που λάμβανε, απεσταλμένος της Ε.Ε. δεν φάνηκε. Αντιθέτως, έφυγε διά μαγείας από το τραπέζι χωρίς να δοθεί η παραμικρή εξήγηση. Καμία διευκρίνηση για το πώς η κύρια προεκλογική δέσμευση του Νίκου Χριστοδουλίδη κατέληξε σε ναυάγιο.
Και ενώ η ιδέα απεσταλμένου της Ε.Ε. για το Κυπριακό κατέρρευσε, ενώ ο διορισμός απεσταλμένου των Ηνωμένων Εθνών για το Κυπριακό ακόμα εκκρεμεί, ενώ τα τετελεσμένα στο Βαρώσι, στο Τρίκωμο αλλάζουν άρδην το Κυπριακό, η κυβέρνηση δεν έμαθε να περιορίζει τις εξαγγελίες της. Αντιθέτως, σήμερα ανακάλυψε νέα πρωτοβουλία η οποία φέρει τον τίτλο «Αμάλθεια». Ένας ανθρωπιστικός διάδρομος για τη Γάζα, που ενώ η κυβέρνηση διαβεβαιώνει πως μπορεί να υλοποιηθεί, ενώ διαρρέει πως η πρόταση τυγχάνει ένθερμης υποδοχής, δεν υπάρχουν ούτε εγκαταστάσεις ελλιμενισμού, ούτε εκφόρτωσης στη Γάζα. Ένας ανθρωπιστικός διάδρομος που, με τον τρόπο που διαφημίζεται, διαπιστώνεται, πως ο στόχος δεν είναι η βοήθεια αλλά οι πολιτικοί πόντοι που θα κερδίσουμε στο εσωτερικό.
Η ουσία βεβαίως είναι πως ο Νίκος Χριστοδουλίδης δεν έχει την πολυτέλεια να βρίσκεται σε αυτόν τον παρατεταμένο προεκλογικό. Η διακυβέρνηση του τόπου χρειάζεται λιγότερο θόρυβο και περισσότερη ουσία.
Οι ευφάνταστες ιδέες, που όμως καταρρέουν, τα εγκαίνια και τα φεστιβάλ μπορούν προφανώς να εκλέξουν κάποιον πρόεδρο. Τα πολλά λόγια όχι μόνο δεν μπορούν να τον διατηρήσουν στην εξουσία, αλλά τείνουν και να τον μετατρέψουν σε περίγελο στα μάτια εκείνης της κοινωνίας που –κατά τα άλλα– τον εξέλεξε.