Κύριο Άρθρο
Η κατάσταση στο μέτωπο του πληθωρισμού έχει προφανώς ξεφύγει. Η Κριστίν Λαγκάρντ, η οποία για καιρό σηματοδοτούσε την πρώτη αύξηση των επιτοκίων μετά τον τέλος τους προγράμματος αγοράς ομολόγων, κάνει πλέον λόγο για δύο αυξήσεις μέχρι το τέλος Σεπτεμβρίου. Οι ενέργειες αυτές θα φέρουν και το τέλος των αρνητικών επιτοκίων. Είναι πλέον ξεκάθαρο ότι η ΕΚΤ βρίσκεται κάτω από πίεση να δράσει και γι’ αυτό προχωρεί στην πρωτόγνωρη κίνηση να προειδοποιήσει τις αγορές για τις προθέσεις της. Αν και προς το παρόν δε αποτελεί μέρος της κατεύθυνσης, αναμένεται πως θα υπάρξει και τρίτη αύξηση των επιτοκίων που θα λάβει χώρα στο τέταρτο τρίμηνο του έτους διαμορφώνοντας έτσι τα επιτόκια καταθέσεων του ευρώ σε θετικό έδαφος μετά από πολλά χρόνια.
Οι συγκεκριμένες αποφάσεις θεωρούνται αποδεκτές από όλους, αφού καλύπτουν τόσο αυτούς που πιστεύουν πως ο πληθωρισμός είναι αποτέλεσμα προβλημάτων στην προσφορά, αλλά και αυτούς που πιστεύουν ότι ο πληθωρισμός είναι το αποτέλεσμα της νομισματικής και δημοσιονομικής χαλάρωσης που προκάλεσε αυξημένη ρευστότητα και άρα ενίσχυση της ζήτησης. Μεγάλη ανησυχία και λόγος για περεταίρω αυξήσεις των επιτοκίων αποτελεί μια πιθανή «ενσωμάτωση» του πληθωρισμού στο κόστος παραγωγής μέσω αυξήσεων των μισθών. Σε μια τέτοια περίπτωση θα ήταν σαν να ρίχνουμε λάδι στην φωτιά, γεγονός που θα επέβαλλε μια πιο σφιχτή νομισματική πολιτική με περισσότερες αυξήσεις των επιτοκίων.
Οι οικονομικές προοπτικές προβληματίζουν μεσοπρόθεσμα και όχι τόσο για το 2022 που προβλέπεται ανάπτυξη αν και αναπροσαρμοσμένη στο 50% των εκτιμήσεων που ίσχυαν πριν την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Το 2022, εξάλλου, είναι ο χρόνος που ακολουθεί την πανδημία και «κουβαλά» την δυναμική για ανάπτυξη. Ο μεγάλος προβληματισμός όμως αφορά το 2023 και μετά όταν η δυναμική θα έχει εξασθενίσει και τα κατάλοιπα και η διαίρεση που προκάλεσε ο πόλεμος θα είναι εκεί και θα καθορίζουν τις εξελίξεις.
Για την μεσοπρόθεσμη πορεία της οικονομίας, πολλά θα εξαρτηθούν από το νέο επίπεδο ισορροπίας των επιτοκίων στο ευρώ, αυτό που αποκαλείται επίπεδο ουδετερότητας, δηλαδή το σημείο όπου θα επιτευχθεί διατηρησιμότητα με τρόπο που δεν θα επηρεάζει την ζήτηση είτε προς την μια είτε προς την άλλη κατεύθυνση. Οι τελικές αποφάσεις θα ληφθούν στην βάση των πραγματικών δεδομένων και των αναγκών της οικονομίας παραμερίζοντας την ακαδημαϊκή συζήτηση που έχει ξεκινήσει εδώ και αρκετό καιρό και απειλεί να λάβει διαστάσεις επιδημίας οδηγώντας σε λανθασμένες αποφάσεις.
Η άνοδος των επιτοκίων, αν και αναπόφευκτη, ενέχει τον κίνδυνο να χαθεί το σημείο ισορροπίας και να προκληθεί «διεύρυνση» των spreads μεταξύ βόρειων και νότιων χωρών. Αυτή είναι μια υπαρκτή ανησυχία που όμως θα πρέπει να αντιμετωπιστεί με κάθε κόστος, αφού υπάρχει κατάλληλη προετοιμασία για άμεση αντίδραση μόλις διαπιστωθεί η εμφάνιση του προβλήματος. Ευτυχώς, η προηγούμενη κακή εμπειρία έχει αφήσει ως παρακαταθήκη αρκετά εργαλεία αλλά και την απαραίτητη κουλτούρα για αντιμετώπιση του προβλήματος. Για είναι αποτελεσματική μια τέτοια παρέμβαση τα επηρεαζόμενα κράτη-μέλη καλούνται να θέσουν την δημοσιονομική τους εικόνα σε κατάσταση ομαλοποίησης και το επίπεδο χρέους σε πορεία αποκλιμάκωσης. Λαμβάνοντας υπόψη αυτά, μέγιστη προτεραιότητα του κράτους αυτή την περίοδο θα πρέπει να είναι η δημοσιονομική πειθαρχία, γεγονός που καθιστά τις όποιες σκέψεις για μεγάλης έκτασης και διάρκειας στήριξη των καταναλωτών κατά της ακρίβειας ένα ανεδαφικό σενάριο.