Κύριο Άρθρο
Η μάχη με τον πληθωρισμό δεν κερδήθηκε ακόμα. Η απόφαση της προηγούμενης Πέμπτης δεν σηματοδοτεί αλλαγή της νομισματικής πολιτικής, αφού αυτή παραμένει περιοριστική. Η απόφαση απλά σηματοδότησε την έναρξη του κύκλου της αποκλιμάκωσης των επιτοκίων. Τα επόμενα βήματα είναι αβέβαια και η συζήτηση για οδικό χάρτη δεν γίνεται ούτε για αστείο. Η κατάσταση στο μέτωπο του πληθωρισμού έχει σημαντικά βελτιωθεί σε σχέση με την περίοδο των εισαγόμενων πιέσεων. Βασικές περιοχές ανησυχίας εξακολουθούν να υφίστανται και αφορούν στον εσωτερικό πληθωρισμό και τον τομέα των υπηρεσιών. Η προσπάθεια εκρίζωσης και των τελευταίων πηγών ακρίβειας είναι σημαντικό να στεφθεί με επιτυχία, γιατί αλλιώς θα εμπεδωθούν στην οικονομία οι ψηλές τιμές ως η νέα κανονικότητα και θα επηρεάσει τις επιχειρήσεις στις τιμολογήσεις τους και τους εργαζομένους στις διαπραγματεύσεις τους.
Τα ψηλά επιτόκια δεν επηρεάζουν μόνο τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά αλλά και το κρατικό χρέος. Σήμερα ο δείκτης χρέους προς ΑΕΠ βρίσκεται στο 90% και προσεγγίζει το ψηλό που καταγράφηκε κατά την πρόσφατη κρίση χρέους της περιόδου 2009-2011. Βρίσκεται επίσης πολύ πιο πάνω από το 60% που ορίζει η συνθήκη του Μάαστριχτ. Ως εκ τούτου, το περιβάλλον αυξημένων επιτοκίων θεωρείται βέβαιο πως μεσοπρόθεσμα θα επηρεάσει τις χώρες με ψηλά επίπεδα χρέους.
Σήμερα, το νέο χρέος που εκδίδεται είναι ακριβότερο από το υφιστάμενο. Μια παρατεταμένη περίοδος ψηλών επιτοκίων θα επηρεάσει τη δυνατότητα των κρατών-μελών να τιμολογούν χαμηλά το χρέος τους. Εκτός από τα επιτόκια ένας άλλος παράγοντας που επηρεάζει την τιμολόγηση των ομολόγων είναι η ικανότητα παραγωγής πρωτογενών πλεονασμάτων. Οι οικονομίες προκειμένου να πετύχουν τα πρωτογενή πλεονάσματα πρέπει να δημιουργήσουν συνθήκες οικονομικής ανάπτυξης. Στον δρόμο για την ανάπτυξη προκύπτουν σημαντικές προκλήσεις που έχουν να κάνουν με το δημογραφικό, τις αμυντικές δαπάνες καθώς και όσες έχουν προϋπολογιστεί για την πράσινη και ψηφιακή μετάβαση.
Το μεγάλο επενδυτικό κενό που προκύπτει από τα πιο πάνω για πολλούς σηματοδοτεί και το τέλος των χαμηλών επιτοκίων στην Ευρωζώνη. Δηλαδή το τέλος των επιτοκίων του 0% –ακόμα και κάτω από το μηδέν– που είχαμε πριν ξεσπάσει ο πόλεμος στην Ουκρανία. Το περιθώριο κινδύνου (risk premium) στην Ευρωζώνη έχει αυξηθεί σημαντικά λόγω του ελλείμματος ανταγωνιστικότητας που αντιμετωπίζουν οι οικονομίες, γεγονός που εντέλει θα προκαλέσει τους επενδυτές να απαιτήσουν ψηλότερες αποδόσεις στον μέσο-μακροπρόθεσμο ορίζοντα.
Εφόσον λοιπόν οι κινήσεις στα επιτόκια είναι λίγο πολύ συγκεκριμένες, το βάρος πέφτει στη δημοσιονομική πολιτική. Τα οικονομικά επιτελεία των κυβερνήσεων καλούνται να περιορίσουν τις δαπάνες, να εφαρμόσουν ρεαλιστικά επενδυτικά προγράμματα και να δρομολογήσουν τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις. Οι εκτιμήσεις όμως δεν αφήνουν περιθώρια αισιοδοξίας. Για φέτος αλλά και για του χρόνου τα πρωτογενή πλεονάσματα εκεί και όπου θα εμφανιστούν θα υστερούν σε σχέση με τα προ-πανδημίας επίπεδα. Είναι γι’ αυτό που γίνεται έκκληση με κάθε ευκαιρία προς τις κυβερνήσεις όπως αποσύρουν τα μέτρα στήριξης που έλαβαν την περίοδο της πανδημίας.
Πολλή συζήτηση γίνεται από την προηγούμενη Πέμπτη για την μελλοντική πορεία των επιτοκίων και τα πιθανά σενάρια. Η απάντηση –αν και καθόλου απλή–, οι βασικές παράμετροι για τη λήψη των μελλοντικών αποφάσεων είναι λίγο πολύ γνωστές. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος προκύπτει από το ενδεχόμενο να ληφθούν αποφάσεις νομισματικής πολιτικής στη βάση δημοσιονομικών και όχι νομισματικών αναγκών.