Κύριο Άρθρο
Η Ευρωζώνη υπολείπεται δυναμικής και παραμένει καθηλωμένη σε ένα κενό παραγωγικότητας, το οποίο προκύπτει από τον τεχνολογικό κλάδο. Αυτή είναι και η διαπίστωση Μάριο Ντράγκι στο σχετικό έγγραφο που ετοίμασε και το οποίο, αν και περιλαμβάνει συγκλονιστικά στοιχεία, προς το παρόν μένει ασχολίαστο από τις κυβερνήσεις. Σύμφωνα με τους ειδικούς της αγοράς, το τεχνολογικό κενό στην Ευρώπη δεν είναι σημερινό αλλά εδράζεται στη δεκαετία του 90 οπότε και ξεκίνησε η ψηφιακή επανάσταση. Το ζητούμενο για την Ευρωζώνη παραμένει η προσέλκυση κεφαλαίων για επενδύσεις στην τεχνητή νοημοσύνη, τη δημιουργία κέντρων δεομένων (data centers) και την επεξεργασία μεγάλου όγκου δεδομένων (data analytics). Η πρόκληση για την Ευρώπη βρίσκεται στη διακράτηση των επιχειρήσεων που ξεκινούν την πορεία τους στη γηραιά ήπειρο, αλλά μετά επιλέγουν τις ΗΠΑ λόγω καλύτερων προοπτικών παγκόσμιας ανάπτυξης.
Το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας στην Ευρώπη μπορεί πρώτα και κύρια να αποδοθεί στην απουσία ενεργειακής επάρκειας, ένας πολύ σημαντικός παράγοντας για την προσέλκυση μεγάλων κέντρων δεδομένων. Το ανθρώπινο δυναμικό είναι επίσης σημαντικό, καθώς η Ευρώπη δεν αποτελεί ελκυστικό προορισμό για άτομα που ασχολούνται με τις νέες τεχνολογίες. Σε αυτό επιβαρυντικά λειτουργεί και η μεγάλη διάθεση των ευρωπαϊκών αρχών να επιβάλουν κανονισμούς και να οριοθετήσουν τις εφαρμογές που θα κάνουν χρήση της τεχνητής νοημοσύνης. Αυτό αναδεικνύεται το τελευταίο διάστημα ως αποτρεπτικός παράγοντας για κάθε νέο επιχειρηματία που θα ήθελε να δραστηριοποιηθεί στην τεχνητή νοημοσύνη.
Σημαντικά κενά στην Ευρώπη εντοπίζονται και στο πλαίσιο παραγωγής και εξαγωγής βιομηχανικών προϊόντων. Σε αντίθεση με το τι συμβαίνει στην Ευρώπη, οι ΗΠΑ λειτουργούν ένα πολύ πιο φιλικό περιβάλλον προς τις επιχειρήσεις και προσφέρουν χρηματοδότηση σε όσες θα ήθελαν να δραστηριοποιηθούν με εξαγωγικό προσανατολισμό. Χρηματοδότηση μπορεί ακόμη να εξασφαλιστεί και από ιδιωτικούς πόρους, σε αντίθεση με το τι συμβαίνει στην Ευρώπη αφού εκεί λειτουργεί ένα αρκετά αποτελεσματικό επενδυτικό πρότυπο σε σχέση με κεφάλαια που βρίσκονται σε συνταξιοδοτικούς λογαριασμούς και έχουν ενδιαφέρον για επενδύσεις στην πραγματική οικονομία.
Για το ζήτημα των κεφαλαίων η ΕΕ βρίσκεται ήδη από το 2014 σε αναζήτηση τρόπων ανάπτυξης της κεφαλαιαγοράς, χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Δέκα χρόνια μετά η έκθεση Ντράγκι κάνει ιδιαίτερη αναφορά στο ζήτημα και κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για άμεσες ενέργειες. Προχωρά και σε συγκεκριμένα μέτρα, αναφέροντας ότι για να γίνει αυτό εφικτό θα πρέπει κάθε χώρα να παραχωρήσει λίγη από την κυριαρχία της. Αυτό όμως που ίσως κινήσει τη διαδικασία σπάζοντας το αδιέξοδο είναι η εμπλοκή των θεσμών όπως η ΕΚΤ και η ESMA, οι οποίοι παρουσιάζονται έτοιμοι να αναλάβουν πρωτοβουλίες και δράση.
Τα προβλήματα της Ευρωζώνης, όμως, δεν αφορούν μόνο στο μέλλον αλλά έχουν να κάνουν και με προηγούμενές αποφάσεις που δεν έχουν ακόμη αξιοποιηθεί στον βέλτιστο βαθμό. Για παράδειγμα, το 2020 ελέω πανδημίας η ΕΕ αποφάσισε για πρώτη φορά να προχωρήσει σε κοινό δανεισμό ύψους 750 δισ. ευρώ. Δυστυχώς, 4 και πλέον χρόνια μετά ούτε το 50% αυτών των χρημάτων δεν έχουν κατανεμηθεί στα κράτη-μέλη. Συνήθως οι καθυστερήσεις οφείλονται στο εθνικό κανονιστικό πλαίσιο που προβλέπει αρκετές διαδικασίες πριν προχωρήσει μια επένδυση. Με αυτά τα δεδομένα η Ευρώπη στρέφει το βλέμμα στο αποτέλεσμα των αμερικανικών εκλογών, που σε μεγάλο βαθμό θα καθορίσει τις οικονομικές της προοπτικές για την κρίσιμη περίοδο 2025-2029.