Κύριο Άρθρο
Από τη δεκαετία του ’90 ξεκίνησε και εν τέλει επικράτησε η αντίληψη ότι λιγότερη εποπτεία σημαίνει περισσότερη ανάπτυξη. Αυτή η αντίληψη είχε ως αποτέλεσμα οι τράπεζες να μην προετοιμάζονται επαρκώς για τις ανισορροπίες που συσσώρευε μέσα στα χρόνια η παγκόσμια οικονομία. Συνέπεια αυτού, οι τράπεζες δεν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν την παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση και κατέρρευσαν, φορτώνοντας στους φορολογούμενους και στους καταθέτες τα βάρη. Τότε ήταν που δόθηκε η αφορμή για να συσταθεί πριν από μια δεκαετία ο ενιαίος εποπτικός μηχανισμός. Η συνθήκη που αφαίρεσε τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα που είχαν ορισμένες τράπεζες έναντι άλλων ευρωπαϊκών λόγω ανομοιομορφίας στο εποπτικό πλαίσιο. Πλέον, οι τράπεζες σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση εφαρμόζουν κοινές πρακτικές εποπτείας, δημιουργώντας ορατότητα και εμπιστοσύνη στους καταθέτες και επενδυτές.
Όλοι πλέον συμφωνούν με τα συμπεράσματα της έκθεσης Ντράγκι ότι η ευρωπαϊκή οικονομία στερείται ανταγωνιστικότητας. Η χαμένη ανταγωνιστικότητα, όμως, δεν θα προκύψει από λιγότερη εποπτεία, όπως επιτάσσουν ξανά οι καιροί και οι πολιτικές που προωθεί ο νεοεκλεγείς πρόεδρος Τραμπ. Ο δρόμος για ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας είναι ανηφορικός και περνά μέσα από την αύξηση της παραγωγικότητας και τη μεγαλύτερη διάθεση για καινοτομία.
Οι Ευρωπαίοι ηγέτες χρειάζεται να αναλάβουν πρωτοβουλίες για ολοκλήρωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Να ξεκινήσουν με εναρμόνιση των νομοθεσιών και των φορολογικών συντελεστών. Στη βάση αυτών των παραμέτρων ας ξεκινήσει μια μεταρρυθμιστική προσπάθεια αναμόρφωσης των εθνικών οικονομιών. Η ευρωπαϊκή κοινή κεφαλαιαγορά χρειάζεται να γίνει πράξη και να τελειοποιηθεί η τραπεζική ένωση. Ένα σταθερό τραπεζικό σύστημα είναι εχέγγυο οικονομικής ανάπτυξης. Η τραπεζική ολοκλήρωση υπολείπεται ενός πανευρωπαϊκού φορέα ασφάλισης των καταθέσεων και ενός πιο αποτελεσματικού πλαισίου ανταπόκρισης στις τραπεζικές διασώσεις.
Από τη μεριά τους, οι ευρωπαϊκές τράπεζες χρειάζεται να βεβαιωθούν πως έχουν αναγνωρίσει όλους τους κινδύνους της σύγχρονης εποχής και πως έχουν ετοιμάσει σχέδια αντιμετώπισης. Κλασικό παράδειγμα είναι η κλιματική κρίση. Η μεγαλύτερη όμως απειλή βρίσκεται στην ψηφιοποίηση της παγκόσμιας οικονομίας. Αυτή η συνθήκη είναι που θα κρίνει όχι μόνο τη διατήρηση της κερδοφορίας, αλλά και την επιβίωση των ίδιων των τραπεζών. Οι πολίτες του ψηφιακού σύμπαντος απαιτούν από τις τράπεζες όσα απολαμβάνουν από οποιονδήποτε άλλο πάροχο υπηρεσίας. Την ίδια στιγμή, οι παραδοσιακές τράπεζες έχουν να αντιμετωπίσουν και νέους παίκτες που απειλούν τα πιο κερδοφόρα κομμάτια των δραστηριοτήτων τους. Σε αυτό το δύσκολο περιβάλλον οι τράπεζες καλούνται να επενδύσουν με τόλμη στην τεχνολογία, να λειτουργήσουν οικονομικά βέλτιστα και να αποκτήσουν υψηλού επιπέδου συστήματα κυβερνοασφάλειας. Οι τεχνολογικές επενδύσεις των ευρωπαϊκών τραπεζών χρήζουν άμεσης επιτάχυνσης, αφού βρίσκονται στο 50% των αντίστοιχων αμερικανικών ως ποσοστό του ισολογισμού τους. Παράλληλα, οι τράπεζες καλούνται να αναπτύξουν φιλόδοξες ψηφιακές στρατηγικές λαμβάνοντας υπόψη τους σχετικούς κινδύνους. Να ξεκαθαρίσουν πώς σκοπεύουν να αξιοποιήσουν την τεχνητή νοημοσύνη.
Η ανθεκτικότατα των τραπεζών αποτελεί συνάρτηση της μελλοντικής τους κερδοφορίας, η οποία επηρεάζεται από την ανταγωνιστικότητα κάθε τράπεζας ξεχωριστά. Η κερδοφορία της προηγούμενης περιόδου θα πρέπει να αξιοποιηθεί για επενδύσεις στη νέα τεχνολογία. Η εποχή μεγεθύνει την ανάγκη για καινοτομία και προσαρμοστικότητα. Η άνετη κεφαλαιουχική επάρκεια, επίτευγμα των προηγούμενων ετών είναι σημαντική, αλλά από μόνη της δεν είναι αρκετή. Αυτή την περίοδο, ο χειρότερος σύμβουλος για τις διοικήσεις των τραπεζών είναι η αδράνεια και η απουσία προσανατολισμού.