Κύριο Άρθρο
Το επιτόκιο καταθέσεων στην Eυρωζώνη βρίσκεται στο 4% και είναι το ψηλότερο καταγεγραμμένο επιτόκιο στην ιστορία του ευρώ. Το 4% προέκυψε ως αποτέλεσμα των δέκα διαδοχικών αυξήσεων που πραγματοποίησε η ΕΚΤ την περίοδο Ιουλίου 2022 έως Σεπτεμβρίου 2023. Εκτοτε παραμένουν σταθερά, καθώς η μάχη με τον πληθωρισμό συνεχίζεται αν και σε χαμηλότερα επίπεδα. Η αυριανή συνάντηση έχει λίγο έως πολύ προεξοφληθεί και αναμένεται να αποφασιστεί μείωση κατά 25 μονάδες βάσης στο 3,75%. Αν εξαιρέσουμε την προηγούμενη περίοδο, στο 3,75% το επιτόκιο βρέθηκε ξανά τον Οκτώβριο του 2000, όταν η Ευρωζώνη πάλευε με την άνοδο των τιμών του πετρελαίου και την υποτίμηση έναντι του δολαρίου.
Για το υπόλοιπο του έτους, τα επιτόκια αναμένεται να διατηρηθούν στα ψηλά καθώς οι οικονομικές εξελίξεις προβλέπονται αβέβαιες με αρκετά σκαμπανεβάσματα στα βασικά οικονομικά μεγέθη. Αυτό βέβαια, σε καμία περίπτωση, δεν αποκλείει άλλη μια μείωση εντός του 2024, αφού όλοι πλέον συμφωνούν πως η ενδεδειγμένη πορεία για την συνέχεια είναι προς την κατεύθυνση της αποκλιμάκωσης με προοδευτικό τρόπο. Στις επερχόμενες συνεδριάσεις της Νομισματικής Επιτροπής, οι οικονομολόγοι της ΕΚΤ και οι κεντρικοί τραπεζίτες θα είναι επιφορτισμένοι με την ευθύνη της απόφασης για το σωστό μείγμα πολιτικής που από τη μία θα αποκλιμακώνει τα επιτόκια χωρίς να διακινδυνεύει ένα πισωγύρισμα στον έλεγχο του πληθωρισμού. Οι πιέσεις στην δομή κόστους είναι σημαντικές και έχουν να κάνουν με τα ημερομίσθια.
Η συγκεκριμένη δυναμική αναμένεται να συνεχιστεί για το υπόλοιπο του έτους πριν καταγραφούν τα πρώτα σημάδια υποχώρησης, στις αρχές του 2025. Αυτό επιβάλλει συνέχιση της περιοριστικής πολιτικής, προκειμένου να ελεγχθεί η ζήτηση και να μην δοθεί περιθώριο στις επιχειρήσεις να ανεβάσουν τις τιμές μετακυλώντας το επιπλέον κόστος στους καταναλωτές. Μια άλλη περιοχή ανησυχίας έχει να κάνει με τον τομέα των υπηρεσιών όπου η ζήτηση παραμένει ισχυρή. Η καλοκαιρινή περίοδος που ξεκίνησε, σηματοδοτεί το άνοιγμα της αγοράς των διακοπών προκαλώντας ανησυχίες για τον πληθωρισμό σε αυτόν τον ευαίσθητο τομέα. Ολα τα δεδομένα συνηγορούν πως στο μέτωπο της ακρίβειας η οικονομία βρίσκεται σε μεταβατική φάση και άρα οι μεγάλες αποφάσεις για τα επιτόκια δεν μπορούν να ληφθούν τώρα. Η αυριανή μείωση των επιτοκίων στέλνει το μήνυμα ότι, ενώ παραμένουμε σε περιοριστική φάση, έφτασε ο καιρός να εγκαταλείψουμε την κορυφή του 4%. Ακόμη και μια πιθανή δεύτερη μείωση εντός του 2024 δεν θα πρέπει να ερμηνευθεί πως μπαίνουμε σε φάση ομαλοποίησης της νομισματικής πολιτικής.
Τα πληθωριστικά σοκ της περιόδου 2021-2022 υπήρξαν έντονα και αυτό που σήμερα βιώνουμε είναι τους μετασεισμούς στην προσπάθεια εκτόνωσης του φαινομένου. Καθώς θα ομαλοποιείται η κατάσταση και ο πληθωρισμός θα πλησιάζει στον στόχο του 2%, ένα μεγάλο ζητούμενο αποτελεί η τελική κατάληξη των επιτοκίων σε αυτό που ονομάζεται «ουδέτερο» επιτόκιο. Το επιτόκιο δηλαδή που ούτε λειτουργεί περιοριστικά αλλά ούτε και μπορεί να θεωρηθεί χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής. Για να ληφθεί αυτή η απόφαση χρειάζεται να εκτιμηθεί η κατάσταση στο μέτωπο των επενδύσεων σε σχέση με τις δυναμικές που αναπτύσσονται στις αποταμιεύσεις. Αυτά τα δύο μεγέθη καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό την εμπιστοσύνη που αποδίδουν οι πολίτες στην οικονομία. Οι μέχρι τώρα συνθήκες και προοπτικές προσδιορίζουν ένα βασικό επιτόκιο που σε συνθήκες ομαλοποίησης θα κυμαίνεται μεταξύ 2%-3%.