Κύριο Άρθρο
Η 4η Νοεμβρίου 2014 ήταν η μέρα που ξεκίνησε ο ενιαίος εποπτικός μηχανισμός, ο θεσμός που 10 χρόνια μετά θεωρείται το μεγαλύτερο βήμα ευρωπαϊκής ενοποίησης μετά την Ευρωζώνη. Ένας θεσμός που κατάφερε μέσα σε 10 χρόνια να μετασχηματίσει το τραπεζικό τοπίο. Να θωρακίσει τις τράπεζες και κυρίως να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη των πολιτών στον τραπεζικό τομέα. Όλα ξεκίνησαν όταν η κρίση του ευρώ, όπως έμεινε στην ιστορία, αποκάλυψε τις αδυναμίες του τραπεζικού συστήματος και έφερε στην επιφάνεια χαμηλούς δείκτες κεφαλαίων, ψηλά επίπεδα μη εξυπηρετούμενων χορηγήσεων και τεράστια έκθεση στα κρατικά ομόλογα των χωρών από όπου προέρχονταν.
Σήμερα, η ανθεκτικότητα του τραπεζικού συστήματος είναι καλά τεκμηριωμένη επιτρέποντας να ξεπεραστούν μίνι κρίσεις και γεωπολιτικές εντάσεις. Την τελευταία δεκαετία ο δείκτης πρωτοβάθμιων κεφαλαίων αυξήθηκε κατά 24%, όπως και ο δείκτης κάλυψης ρευστότητας που παρουσιάζει άνοδο 15%. Είναι βάσιμο, λοιπόν, να λεχθεί πως οι δυσκολίες των τραπεζών μελλοντικά δεν θα πηγάζουν από εσωτερικά προβλήματα, αλλά από το εξωτερικό περιβάλλον. Γι’ αυτό και η εποπτική προσπάθεια θα πρέπει να επικεντρωθεί στην περαιτέρω θωράκιση των τραπεζών για όσα αναμένονται, αλλά κυρίως για όσα δεν μπορούν με ακρίβεια να προβλεφθούν.
Γυρνώντας πίσω, θα πρέπει να αναγνωριστεί πως το μέγα επίτευγμα του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού είναι ότι σε μεγάλο βαθμό διόρθωσε τα δομικά προβλήματα του ευρώ και καθιέρωσε την πεποίθηση ότι όλες οι καταθέσεις, όπου και αν είναι τοποθετημένες στην Ευρωζώνη, είναι ασφαλείς. Δεν θα πρέπει, επίσης, να αγνοηθεί ότι οι τράπεζες την προηγούμενη περίοδο κατάφεραν να διαχειριστούν με επιτυχία τόσο την ποσοτική χαλάρωση όσο και την περιοριστική νομισματική πολιτική, δυο εντελώς αντίθετες κατευθύνσεις που εφαρμόστηκαν με μεγάλη ένταση σε σύντομο χρονικό διάστημα. Η Ευρώπη σήμερα βρίσκεται σε κρίση ανταγωνιστικότητας. Καλείται να αυτονομηθεί ενεργειακά, να μεταρρυθμιστεί ψηφιακά, να διαχειριστεί τη νέα παγκοσμιοποίηση και να πετύχει τους στόχους της πράσινης μετάβασης. Η οικονομική αρχιτεκτονική της Ευρωζώνης στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στις τράπεζες και άρα το επόμενο διάστημα θα απαιτηθούν πολύ περισσότερα από αυτές σε σχέση με άλλες οικονομίες. Οι τράπεζες θα κληθούν να αναλάβουν ρόλο και να συμβάλουν με αποφασιστικό τρόπο στις προσπάθειες για καινοτομία, επενδύσεις, ανάπτυξη. Το επενδυτικό κενό που εντοπίστηκε προκαλεί ζάλη, αφού θα απαιτηθούν 5,4 τρισ. ευρώ την εξαετία 2025-2031. Η συνεισφορά των τραπεζών στη μεγάλη αυτή προσπάθεια που ξεκινά με το νέο έτος στηρίζεται στην ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης ως απαραίτητης προϋπόθεσης για να ασκηθεί αποτελεσματικά ο μεσολαβητικός τους ρόλος. Τα στεγανά που επιβάλλουν οι εθνικές νομοθεσίες χρειάζεται να ξεπεραστούν για να επιτραπεί η χρηματοδότηση επενδύσεων με ομοιόμορφες διαδικασίες σε όλη την ευρωπαϊκή επικράτεια. Μόνο τότε θα μπορέσουν να προχωρήσουν οι επενδύσεις την ίδια στιγμή που οι τράπεζες θα ασκούν αποτελεσματική διαχείριση των κινδύνων πανευρωπαϊκά. Η Ευρωζώνη την επόμενη περίοδο θα δοκιμάσει να βάλει τα θεμέλια στην προσπάθεια επιβίωσής της σε έναν κόσμο που αλλάζει ραγδαία. Ακόμα και για τους πιο αισιόδοξους, το επενδυτικό κενό που θα πρέπει να καλυφθεί είναι δυσθεώρητο. Θα απαιτηθούν πρωτότυπες συνέργειες και εναλλακτικές οδεύσεις. Η δημιουργία μιας ενιαίας και δυνατής ευρωπαϊκής κεφαλαιαγοράς αποτελεί μονόδρομο. Τίποτα, όμως, δεν θα μπορέσει να επιτευχθεί χωρίς την τραπεζική ενοποίηση που θα επιτρέψει στις τράπεζες να επιχειρούν σε όλη την ευρωπαϊκή επικράτεια.